Στην περίπτωση Τσούκκα περισσεύει η υποκρισία
15:35 - 24 Σεπτεμβρίου 2018
Το κατηγορητήριο για τον Αβραάμ Τσούκκα έχει εκδοθεί από το βράδυ του Σαββάτου και είναι τόσο βαρύ όσο και μακρύ: ΔΕΝ ασπάστηκε την ετυμηγορία του πρώτου βοηθού, ΔΕΝ μεταπείστηκε από τις διαμαρτυρίες των παικτών της ΑΕΛ, ΔΕΝ ακολούθησε τους κανονισμούς είτε βλέποντας ο ίδιος τηλεοπτική επανάληψη της φάσης είτε ρωτώντας τον κινηματογραφιστή για την άποψη του σχολιαστή.
Για όλα τα παραπάνω και για το «επικίνδυνο προηγούμενο» που απειλεί να δημιουργήσει η κυπριακή εκδοχή του VAR, ο διαιτητής -εξ όσων λέγονται και γράφονται από το βράδυ του Σαββάτου- πρέπει να στηθεί στο απόσπασμα ή να σταλεί στο πυρ το εξώτερον. Κι ας μην πήρε τη λάθος απόφαση. Κι ας μην αδίκησε ομάδα. Κι ας μην αλλοίωσε αποτέλεσμα.
Οι αντιδράσεις και οι επικρίσεις για τον Τσούκκα οδηγούν -δια της εις άτοπον απαγωγής- στο συμπέρασμα ότι η ποδοσφαιρόφιλη Κύπρος προκρίνει μια λάθος απόφαση με όλα τα επιτρεπόμενα (από τους κανονισμούς) μέσα έναντι μιας σωστής απόφασης με μη επιτρεπόμενα μέσα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση για την ηθική στάση όλων έναντι του ποδοσφαίρου.
Αντί ανάλυσης και εμβάθυνσής της, ακολουθεί μια υπόθεση εργασίας, η οποία θα καταδείξει και το μέγεθος της υποκρισίας: έστω ότι το προχθεσινό παιχνίδι δεν ήταν Πάφος-ΑΕΛ για την τέταρτη αγωνιστική, αλλά ντέρμπι τίτλου στην τελευταία αγωνιστική των πλέι οφ, και η επίμαχη φάση δεν συνέβαινε στο όγδοο, αλλά στο 88ο λεπτό.
Οι θιασώτες του play by the book ή/και οι επικριτές του Τσούκκα, τι θα προτιμούσαν να πράξει ο διαιτητής: να επιμείνει στην αρχική (λανθασμένη) άποψή του αλλοιώνοντας αποτέλεσμα και ένα ολόκληρο πρωτάθλημα ή να απονείμει δικαιοσύνη με την κυπριακή εκδοχή του VAR;
Το περασμένο Σάββατο ο Τσούκκας έκανε δύο πράγματα. Πρώτον, δεν αλλοίωσε αποτέλεσμα, όπως ακριβώς είχε ζητήσει και ο πρόεδρος της ΚΟΠ, Γιώργος Κούμας, σε τηλεοπτική του εμφάνιση την περασμένη Δευτέρα στο ΡΙΚ («Λάθη θα γίνουν, οι διαιτητές μας θα περάσουν και περιόδους κάμψης, αλλά δεν θέλουμε να αλλοιώνουν τον βαθμολογικό πίνακα»).
Δεύτερον, κατέδειξε -ενδεχομένως με τον πιο πειστικό τρόπο- πως εν έτει 2018 για το VAR στο ποδόσφαιρο ισχύει ό,τι κάποτε είχε πει ο Βολτέρος για τον Θεό: «Κι αν ακόμη δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα(ν)». Όλα τα υπόλοιπα απλά περισσεύουν, με πρώτη και καλύτερη(;ή) την υποκρισία.
Για όλα τα παραπάνω και για το «επικίνδυνο προηγούμενο» που απειλεί να δημιουργήσει η κυπριακή εκδοχή του VAR, ο διαιτητής -εξ όσων λέγονται και γράφονται από το βράδυ του Σαββάτου- πρέπει να στηθεί στο απόσπασμα ή να σταλεί στο πυρ το εξώτερον. Κι ας μην πήρε τη λάθος απόφαση. Κι ας μην αδίκησε ομάδα. Κι ας μην αλλοίωσε αποτέλεσμα.
Οι αντιδράσεις και οι επικρίσεις για τον Τσούκκα οδηγούν -δια της εις άτοπον απαγωγής- στο συμπέρασμα ότι η ποδοσφαιρόφιλη Κύπρος προκρίνει μια λάθος απόφαση με όλα τα επιτρεπόμενα (από τους κανονισμούς) μέσα έναντι μιας σωστής απόφασης με μη επιτρεπόμενα μέσα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση για την ηθική στάση όλων έναντι του ποδοσφαίρου.
Αντί ανάλυσης και εμβάθυνσής της, ακολουθεί μια υπόθεση εργασίας, η οποία θα καταδείξει και το μέγεθος της υποκρισίας: έστω ότι το προχθεσινό παιχνίδι δεν ήταν Πάφος-ΑΕΛ για την τέταρτη αγωνιστική, αλλά ντέρμπι τίτλου στην τελευταία αγωνιστική των πλέι οφ, και η επίμαχη φάση δεν συνέβαινε στο όγδοο, αλλά στο 88ο λεπτό.
Οι θιασώτες του play by the book ή/και οι επικριτές του Τσούκκα, τι θα προτιμούσαν να πράξει ο διαιτητής: να επιμείνει στην αρχική (λανθασμένη) άποψή του αλλοιώνοντας αποτέλεσμα και ένα ολόκληρο πρωτάθλημα ή να απονείμει δικαιοσύνη με την κυπριακή εκδοχή του VAR;
Το περασμένο Σάββατο ο Τσούκκας έκανε δύο πράγματα. Πρώτον, δεν αλλοίωσε αποτέλεσμα, όπως ακριβώς είχε ζητήσει και ο πρόεδρος της ΚΟΠ, Γιώργος Κούμας, σε τηλεοπτική του εμφάνιση την περασμένη Δευτέρα στο ΡΙΚ («Λάθη θα γίνουν, οι διαιτητές μας θα περάσουν και περιόδους κάμψης, αλλά δεν θέλουμε να αλλοιώνουν τον βαθμολογικό πίνακα»).
Δεύτερον, κατέδειξε -ενδεχομένως με τον πιο πειστικό τρόπο- πως εν έτει 2018 για το VAR στο ποδόσφαιρο ισχύει ό,τι κάποτε είχε πει ο Βολτέρος για τον Θεό: «Κι αν ακόμη δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφεύρουμε ένα(ν)». Όλα τα υπόλοιπα απλά περισσεύουν, με πρώτη και καλύτερη(;ή) την υποκρισία.