Ο Ζαγοράκης αποκάλυψε πως ο Ρεχάγκελ έστησε στον τοίχο τους Πορτογάλους
18:08 - 04 Ιουλίου 2020
Οι παλαιότεροι του σιναφιού, λένε και διδάσκουν στους νεότερους, ότι στη δημοσιογραφία απαγορεύεται να γράφεις σε πρώτο πρόσωπο. Απαράβατος κανόνας.
Όμως, μπορεί και… παρά μπορεί να το κάνει ένας Πρωταθλητής Ευρώπης.
Άλλωστε, είχε πάρει το… κολάι ως blogger του gazzetta.gr κατά τη διάρκεια του Euro 2016. Δικαιωματικά, λοιπόν, ο Θόδωρος Ζαγοράκης γράφει στο G-Weekend σε πρώτο πρόσωπο. Ξετυλίγει με ευχαρίστηση και με έντονη νοσταλγική διάθεση το κουβάρι των αναμνήσεων από εκείνο το μυθικό βράδυ της δικής μας και δικής του «4ης Ιουλίου». Το βράδυ όπου ο παντοτινός «κάπτεν» της Πρωταθλήτριας Ευρώπης μας έστειλε στα ουράνια.
Θυμάται και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές οι οποίες συνόδευσαν την τεράστια επιτυχία της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου πριν από δεκαέξι χρόνια στο επιβλητικό «Ντα Λουζ» της Λισαβόνας.
Για πάμε, λοιπόν, να ξαναζήσουμε παρέα όλοι μαζί εκείνες τις σπουδαίες στιγμές σε πρώτο πρόσωπο «δια χειρός» του «Ζαγόρ»
«Μία ώρα πριν την έναρξη του τελικού, λίγο πριν βγούμε στο γήπεδο για την προθέρμανση, οι υπεύθυνοι της ΟΥΕΦΑ μας κάλεσαν σ’ ένα από τα βοηθητικά του Ντα Λουζ. Έπρεπε να δοθούν οι τελευταίες οδηγίες γύρω απ’ το τελετουργικό. Έπρεπε να ξέρουμε τι επιβάλλεται να κάνουμε, είτε κερδίζαμε το κύπελλο, είτε ήμασταν οι φιναλίστ του τελικού.
Απέναντι μου στέκεται ο Λουίς Φίγκο, ο αρχηγός της ομάδας της Πορτογαλίας. Όμως, στα αφτιά μου αρχίζουν να φτάνουν οι ιαχές των Ελλήνων απ’ τις κερκίδες. Μας εξηγούν τον τρόπο με τον οποίο θα γινόταν η απονομή στον αρχηγό της νικήτριας ομάδας. Οι τεχνοκράτες υπάλληλοι της ομοσπονδίας, έδιναν μεγάλο βάρος στην οργάνωση και στη «μεγάλη εικόνα» κάτι που το είχα καταλάβει παρακολουθώντας τις απονομές σε αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ. Πραγματικά ζήλευα όλους αυτούς τους θρύλους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου βλέποντας τους από την τηλεόραση να σηκώνουν το τρόπαιο, είτε αυτό ήταν ευρωπαϊκό, είτε Τσάμπιονς Λιγκ. Τώρα, όμως, ήμουν εγώ εκεί για να πάρω τις τελευταίες οδηγίες. Όπως ακριβώς είχαν κάνει εκείνοι στο παρελθόν.
Οι οδηγίες «έλεγαν» πως πρώτα θα έπρεπε να ανέβουν στο βάθρο όλοι οι ποδοσφαιριστές, ο προπονητής, το υπόλοιπο τεχνικό επιτελείο για να πάρουν τα μετάλλια τους. Τελευταίος ο αρχηγός. Θα χαιρετούσε τον πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο διάσημος Εουσέμπιο, τον πρόεδρο της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, Λέναρντ Γιόχανσον, από τα χέρια του οποίου και θα παραλάμβανε το κύπελλο. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο θα έπρεπε να γυρίσει προς την εξέδρα των επισήμων, όπου καθόταν οι πρωθυπουργοί των δύο φιναλίστ και οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι της ΟΥΕΦΑ και μετά προς το μέρος των υπόλοιπων θεατών.
Χαιρετώ τον Φίγκο, του εύχομαι «καλή επιτυχία» και επιστρέφω στα αποδυτήρια. Οι τελευταίες εντολές του Ρεχάγκελ, με την αδρεναλίνη στα ύψη, ίσα ίσα που ακούγονται εντός των αποδυτηρίων. Έμοιαζε μ’ ένα παραμύθι, μ’ ένα όνειρο που πλησίαζε σ' ένα απρόσμενα χαρούμενο τέλος. Έπρεπε να το ζήσουμε, να το απολαύσουμε και γιατί όχι, εδώ που είχαμε φτάσει, να το κάνουμε πραγματικότητα.
Ο τελικός αρχίζει. Τα πρώτα 45 λεπτά θα κυλήσουν σα… νεράκι. Τέλος πρώτου ημιχρόνου, είμαστε ζωντανοί, όρθιοι, ποιος ξέρει που θα μας βγάλει το τέλος του δρόμου.
Το... κόλπο
Κοιτάω το ρολόι του γηπέδου. Έχουν κυλήσει μόλις δώδεκα λεπτά στο δεύτερο ημίχρονο. Από μια κόντρα κερδίζουμε κόρνερ. Ο Άγγελος (σ.σ. Μπασινάς) στήνει την μπάλα στη γωνία και οι Έλληνες, που βρίσκονται πίσω από την εστία των Πορτογάλων, σηκώνουν τα χέρια και ετοιμάζονται να πανηγυρίσουν. Πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται «αν θα πετύχει και πάλι το κόλπο». Ποιο ήταν το κόλπο; Ο Ρεχάγκελ παρακολουθώντας τους αγώνες της Πορτογαλίας είχε εντοπίσει την αδυναμία του Πορτογάλου τερματοφύλακα, Ρικάρντο, στις στημένες φάσεις. Στις τελευταίες προπονήσεις, είχαμε δουλέψει πολύ πάνω στον τρόπο αντίδρασης μας. Το κόλπο. Ο Χαριστέας θα έπρεπε να βρίσκεται σε συγκεκριμένη θέση. Πιο πίσω του ο Δέλλας. Ο Μπασινάς ή ο Τσιάρτας θα προσπαθούσαν να σημαδέψουν τον Χαριστέα ή κάποιο άλλο από τους ψηλούς της ομάδας.
Όμως, το μυστικό κρυβόταν στη θέση που θα έπαιρνε ο Βρύζας. Ο Ζήσης θα έπρεπε να πλησιάσει και να κολλήσει πάνω στον Πορτογάλο τερματοφύλακα. Αυτό ήταν το μυστικό μας. Ο Χαριστέας έκανε τη δουλειά του. Έστειλε την μπάλα με κεφαλιά στα δίχτυα και τα εκατομμύρια των Ελλήνων στα ουράνια, αλλά όποιος δει προσεκτικά το βίντεο του τελικού θα καταλάβει την σπουδαία δουλειά που έκανε στην συγκεκριμένη φάση ο Βρύζας. Δείτε ξανά το πως πέφτει πάνω στον Ρικάρντο και δεν τον αφήνει να βγει και να μαζέψει την μπάλα.
Τώρα θα έπρεπε να κρατήσουμε το υπέρ μας 1-0. Η αποστολή μας θα γινόταν ακόμη πιο δύσκολη όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα. Το ξέραμε. Ήταν λογικό οι Πορτογάλοι να μας πιέσουν επιδιώκοντας να φτάσουν στο γκολ της ισοφάρισης. Έκαναν όμως λάθος. Δεν υπολόγισαν στο πάθος όλων μας. Η αλληλοκάλυψη σ’ όλες τις γραμμές ήταν απίστευτη. Έτσι είχαμε μάθει να παίζουμε. Όλοι μας γνωρίζαμε καλά τι πρέπει να κάνουμε ακόμη κι αν χάναμε μια μονομαχία. Ο ένας κάλυπτε τον άλλο. Έχανε μια κόντρα ο Κατσουράνης, έτρεχα και κάλυπτα εγώ. Το ίδιο έκανε και ο Μιχάλης ο Καψής. Κάλυπτε άριστα τον Δέλλα. Ο «Τράι» το γνώριζε και αυτό του επέτρεπε να είναι ήρεμος.
Οι δυνάμεις μας εγκατέλειπαν, ήταν λογικό να θέλουμε να πάρουμε κάποιες ανάσες. Ήταν βράδυ της 4ης Ιουλίου 2004. Είχαν περάσει πάνω από 40 μέρες μακριά από τα σπίτια μας, το μακρύ ταξίδι έφτανε στο τέλος του. Και ώ του θαύματος, αυτή η ανάσα, έρχεται από το… πουθενά.
Ανάσες απ’ το πουθενά
Στο γήπεδο εισβάλλει ένας οπαδός. Ο διαιτητής διακόπτει τον τελικό και οι άνθρωποι της ασφάλειας κυνηγούν τον μαυροφορεμένο οπαδό, που στο χέρι του κρατάει μια σημαία της Μπαρτσελόνα. Πλησιάζει τον Φίγκο και του την πετάει στο πρόσωπο! «Τι κάνει ο τρελός» αναρωτιόμαστε μαζί με τα άλλα παιδιά, πριν το δούμε να καταλήγει στην εστία του Αντώνη (σ.σ. Νικοπολίδη) και τελικά να συλλαμβάνεται από την αστυνομία και τους σεκιούριτι. Μετά μάθαμε ότι ήταν ο "Jimmy Jam", πασίγνωστος για τις εισβολές του στα γήπεδα κατά τη διάρκεια μεγάλων γεγονότων.
Οι στιγμές ήταν κρίσιμες, αλλά χάρη στον "Jimmy Jam" είχαμε πάρει πολλές ανάσες. Οι Πορτογάλοι είχαν χάσει το ρυθμό τους και το μοναδικό μειονέκτημα ήταν τα πέντε λεπτά καθυστερήσεων που έδειξε ο τέταρτος.
Σε μια από τις τελευταίες επιθέσεις των Πορτογάλων, ο Μανίς επιχειρεί το σουτ και η μπάλα παίρνει πορεία προς την εστία μας. Τι μπορεί να αλλάξει την πορεία της; Ένα (ακόμη) «θαύμα»! Η μπάλα θα χτυπήσει στην άκρη του παπουτσιού του Φύσσα, «στο μυτάκι» που λέμε εμείς οι ποδοσφαιριστές, θα περάσει ελάχιστα δίπλα από το δοκάρι! Κόρνερ. Ουφ… Οι πάντες συνωμοτούν για να κερδίσουμε αυτό το κύπελλο. Η τύχη είναι μαζί μας. Το νιώθεις.
Ξαφνικά πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάει διαρκώς τον Μάρκους Μερκ. «Αντε δε θα σφυρίξεις;». Και σφύριξε. Σκοτάδι! Έπεσαν οι διακόπτες, έσβησαν τα φώτα. Έπρεπε να συνειδητοποιήσω ότι είχαμε πετύχει το ακατόρθωτο. Ήμασταν Πρωταθλητές Ευρώπης! Βλέποντας μετά από χρόνια ξανά και ξανά τις τελευταίες στιγμές του τελικού διαπίστωσα πως είχα για μέρες ένα χαμόγελο ευτυχίας «κολλημένο» στο πρόσωπο μου.
Κλείνω ξανά τα μάτια. Χιλιάδες όμορφες εικόνες ζωντανεύουν. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τους Πορτογάλους με σκυμμένα κεφάλια να παραλαμβάνουν τα μετάλλια τους. Κάποιοι δεν αντέχουν και ξεσπούν σε λυγμούς, βλέπω τον Κριστιάνο Ρονάλντο κι άλλους, δεν ήταν μόνον αυτός. Το ίδιο και στις εξέδρες. Δεν ξέρω αν θα το άντεχα σε περίπτωση που ήμουν στη θέση τους και ο τελικός γινόταν στην Ελλάδα. Αυτό πάντως που με εντυπωσιάζει εκείνη την στιγμή είναι η άψογη στάση και η συμπεριφορά των Πορτογάλων φιλάθλων. Η εθνική τους είχε φτάσει μια ανάσα από την κατάκτηση του τροπαίου, μέσα στη χώρα της, αλλά παρά την ήττα αυτοί έμειναν στο γήπεδο για να χειροκροτήσουν τον νικητή. Αυτός είναι ο αθλητισμός. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Αν αυτό είχε συμβεί στην Ελλάδα, ίσως η απονομή να γινόταν μπροστά σε άδειες εξέδρες. Σαν λαός δεν δεχόμαστε την ανωτερότητα του αντιπάλου, ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις κι αυτό είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημά μας.
Κάποια στιγμή με ενημερώνουν ότι έχω αναδειχθεί ο πολυτιμότερος ποδοσφαιριστής (MVP) του τελικού. Όπως ακριβώς είχε συμβεί και στον εναρκτήριο αγώνα του τουρνουά στο «Ντραγκάο» και πάλι με αντίπαλο την Πορτογαλία.
Παιχνίδια της μοίρας. Ισως…
Οι άνθρωποι της ΟΥΕΦΑ συνεχίζουν να μας κυνηγούν μέσα στο γήπεδο για ολοκληρωθεί το τελετουργικό. Έπρεπε να γίνει η απονομή. Ψάχνω να βρω μια ελληνική σημαία. Τρέχω πίσω από τον πάγκο μας και κάποιος μου πετάει τη γαλανόλευκη. Οι συμπαίκτες μου ανεβαίνουν ο ένας μετά τον άλλον στο βάθρο. Στέκομαι στην άκρη. Περιμένω να ανέβουν όλοι. Ο Κατσουράνης μου κάνει νόημα και μου δείχνει το βαρύτιμο τρόπαιο. «Να το σηκώσω εγώ», μου λέει. «Και δεν το σηκώνεις», του απαντώ αν και ξέρω ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, όχι γιατί δεν το ήθελα, αλλά γιατί δεν το επέτρεπαν οι άνθρωποι της ΟΥΕΦΑ. Άλλωστε, αυτό το κύπελλο δεν ήταν δικό μου. Ήταν όλων των συμπαικτών μου. Όλων των ανθρώπων της ομοσπονδίας. Όλων των Ελλήνων.
Ανεβαίνω στο βάθρο. Τελευταίος. Εκατομμύρια μάτια είναι στραμμένα πάνω μου. Όλη η Ελλάδα, τα εκατομμύρια των ομογενών στη Γερμανία, την Αυστραλία, την Αμερική κι όπου αλλού βρίσκονται Έλληνες περιμένουν αυτή την στιγμή. Από την Κάρπαθο μέχρι την Ορεστιάδα. Ακόμη και στο χωριό μου, τη Λυδία Καβάλας, εκεί όπου κλώτσησα για πρώτη φορά μια πλαστική μπάλα και τρόμαζα κάθε φορά που η μητέρα μου φώναζε από το παράθυρο του σπιτιού μας να σταματήσω και να κοιτάξω τα μαθήματά μου. Πάλι καλά που δεν την άκουσα και έκανα του κεφαλιού μου. Ήμουν σίγουρος ότι η κυρία Μαρία και ο μπάρμπα-Γιάννης, ο πατέρας μου, τώρα θα με συγχωρούσαν.
Είχα μεγαλώσει με το όνειρο πως μια μέρα θα έπαιζα στην εθνική ομάδα. Αλλά όσο ζούσα στη Λυδία την ίδια ακριβώς φαντασίωση είχαν εκατοντάδες παιδιά της ηλικίας μου. Ούτε εγώ, όμως, ούτε και τα άλλα παιδιά είχαμε φανταστεί τους εαυτούς μας ως ο αρχηγός της ελληνικής εθνικής ομάδας που θα σήκωνε πρώτος το κύπελλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης. Τώρα όμως ήμουν πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα. Η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης και ο εγώ ο αρχηγός της. Όταν είσαι παιδί ονειρεύεσαι ότι κάποια μέρα θα παίξεις μπροστά σε εκατό χιλιάδες κόσμο, θα πετύχεις το νικητήριο γκολ και θα σε αποθεώνουν. Εκείνες τις στιγμές, ούτε καν σκέφτεται την δύσκολη διαδρομή που θα πρέπει να διαβείς για να φτάσεις τόσο ψηλά. Αδιαφορείς.
Το γνωστό σύνθημα σφυρίζει στα αφτιά μου. «Σήκωσε το…». Ακούω τα παιδιά πάνω στο βάθρο να το φωνάζουν, έστω κι αν τους «σημαδεύουν» οι κάμερες της τηλεόρασης. Νοιώθω την έλξη του τροπαίου. Ένα τόσο άψυχο αντικείμενο. Όμως, έχει μια μοναδική ικανότητα, να προσελκύει πάνω του εκατομμύρια βλέμματα. Υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που στην πιο τρυφερή ηλικία τους πέφτουν στο κρεβάτι για να κοιμηθούν και ονειρεύονται να ζήσουν αυτή την στιγμή. Ελάχιστα, όμως, θα καταφέρουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα.
Περίπατο το πρωτόκολλο
Χαιρετώ τον Εουσέμπιο. Με μια λευκή πετσέτα γύρω από το λαιμό του ο μεγάλος Πορτογάλος ποδοσφαιριστής είναι έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς. Η Πορτογαλία ζούσε με το όνειρο της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού. Το ίδιο και ο Εουσέμπιο, αλλά εμείς μοιάζαμε σαν τους άγνωστους θαλασσοπόρους κατακτητές, που ήρθαν μέσα στη χώρα τους για να εξερευνήσουν τη μαγεία της κορυφής. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά από μέρες, βλέποντας και πάλι αυτές τις εικόνες από την απονομή έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν θα μπορούσα να άντεχα σε ανάλογη περίπτωση. Θέλει μεγάλη καρδιά…
Σφίγγω το χέρι του Γιόχανσον, είμαι σε απόσταση μιας ανάσας από το τρόπαιο. Από πίσω μου ακούω διάφορα. Βλέπω υψωμένα χέρια. Μα πιο πολύ ακούω τις φωνές όλων των Ελλήνων, αυτών που ήταν στο Ντα Λουζ και των εκατομμυρίων ανά τον κόσμο. Πιάνω στα χέρια μου το τρόπαιο. Νιώθω να σηκώνω ολόκληρη την Ελλάδα. Όλοι μου ζητούν να τους περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωσα. Δεν ξέρω. Δεν περιγράφεται με λέξεις. Η απόλυτη ευτυχία. Η τέλεια ηδονή. Ακόμη και τώρα που το βλέπω πιάνω τον εαυτό μου να ιδρώνει κι ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να ζήσω αυτή την στιγμή.
Έπρεπε, πάντως, να ξεχάσω το πρωτόκολλο. Το κάνω χωρίς δεύτερη σκέψη. Αντί να γυρίσω προς τους επισήμους, κάνω μια μικρή στροφή και το αφιερώνω πρώτα προς την γαλανόλευκη κερκίδα. Στους Έλληνες. Στους δικούς μου ανθρώπους και μετά στρέφομαι τελικά προς την κερκίδα των επισήμων, τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, τον πρόεδρο της ομοσπονδίας, Βασίλη Γκαγκάτση.
Αυτή ήταν η ιστορία του τελικού της 4ης Ιουλίου.
Την επομένη μέρα ο Ζαγοράκης λίγο πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο της επιστροφής θα πληροφορηθεί την ετυμηγορία της τεχνικής επιτροπής της ΟΥΕΦΑ:
Πολυτιμότερος ποδοσφαιριστής (MVP) του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2004!
Η αποστολή της πρωταθλήτριας Ευρώπης ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από τη Λισαβόνα για την Αθήνα, όπου εκατομμύρια Έλληνες ήταν έτοιμοι «να γκρεμίσουν τα τύχη» για να υποδεχθούν τους θριαμβευτές της Πορτογαλίας. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μόνο ώρες από τη δική μου επιστροφή στην Ελλάδα, όπου όλοι έμοιαζαν να είναι ακόμη μεθυσμένοι από το νέκταρ της απρόσμενης και απροσδόκητης επιτυχίας.
Πηγή:gazzetta.gr