Η Λίβερπουλ του Κλοπ και η σημασία του gegenpressing
17:14 - 16 Οκτωβρίου 2015
Ποιος είναι ο καλύτερος πλέι-μέικερ στον κόσμο; Ενώ άλλοι συζητούν για συγκεκριμένους παίκτες, ο Γίργκεν Κλοπ δεν έχει αμφιβολία. Τίποτε, πιστεύει, δεν δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες απ’ ό,τι το gegenpressing (η κόντρα πίεση).
Η πίστη του σε αυτό το στιλ και η ικανότητά του να εμφυσήσει τις αρχές του στους παίκτες του επέτρεψαν στην Ντόρτμουντ να ανταγωνιστεί μακράν πιο πλούσιους συλλόγους. Το σύστημα κατάφερε να εξουδετερώσει το γεγονός ότι η Μπάγερν μπορούσε να αγοράσει πιο ποιοτικές μονάδες. Στη Λίβερπουλ ελπίζουν ο Γερμανός να έχει παρόμοιο αντίκτυπο και στην Πρέμιερ Λιγκ.
Στην τεχνική αναφορά της UEFA για το Τσάμπιονς Λιγκ της περασμένης περιόδου υπάρχει μια ενότητα με τον τίτλο «Οι αντεπιθέσεις είναι κλειδί». Σε αυτήν ο πρώην τεχνικός της Βέρντερ Τόμας Σάαφ επιχειρηματολογεί ότι οι γρήγορες αντεπιθέσεις είναι κάτι που η Μπαρσελόνα πρόσθεσε την περασμένη περίοδο, ότι το παιχνίδι της έγινε κάτι περισσότερο από την προσπάθεια να καταβληθεί ο αντίπαλος μέσω της κατοχής.
Η αναφορά, ωστόσο, παράσχει και μια εξαιρετικά εύγλωττη στατιστική: το 20,6% όλων των τερμάτων που επετεύχθησαν μέσα από το παιχνίδι στο Τσάμπιονς Λιγκ της περασμένης περιόδου προήλθαν από κόντρες. Το ποσοστό παρουσιάζεται ως υψηλό, όμως είναι μικρότερο από το 23% την περίοδο 2013/14 και το 27% την αμέσως προηγούμενη σεζόν.
Το 2005/06 μια αναφορά γραμμένη από τον τεχνικό διευθυντή της UEFA, Άντι Ρόξμπεργκ, ανέβαζε στο 40% το ποσοστό των τερμάτων μέσα από το παιχνίδι που είχαν προέλθει από αντεπιθέσεις. Με άλλα λόγια, το ποσοστό των γκολ από κόντρες έχει μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ την περασμένη δεκαετία.
Αυτό δεικνύει ότι οι κορυφαίοι σύλλογοι, τουλάχιστον, βελτιώνονται στην αντιμετώπιση των αντεπιθέσεων, ότι η μετάβαση από την επίθεση στην άμυνα έχει γίνει τόσο σημαντική όσο η μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση, και ένας από τους λόγους γι’ αυτό είναι το gegenpressing. Πιθανότατα ουδείς έχει κάνει περισσότερα από τον Κλοπ για να καταστήσει δημοφιλές το συγκεκριμένο στιλ.
«Η καλύτερη στιγμή ανάκτησης της μπάλας είναι ακριβώς μετά την απώλειά της», έχει πει ο Γερμανός. «Ο αντίπαλος αναζητεί ακόμη τον προσανατολισμό, πού να πασάρει την μπάλα. Θα έχει πάρει τα μάτια του από το παιχνίδι για να κάνει το τάκλιν ή την υποδοχή και θα έχει ξοδέψει ενέργεια. Αμφότερα τον κάνουν ευάλωτο».
Αφ’ εαυτής ίσως τούτη να μην είναι μια ιδιαίτερα αποκαλυπτική ματιά. Το σημείο, όπου ο Κλοπ -και ο Πεπ Γκουαρδιόλα, επίσης πρωτεργάτης του gegenpressing- ήταν καινοτόμοι ήταν στο πώς αξιοποίησαν αυτήν την πραγματικότητα, σπρώχνοντας την ομάδα τους ψηλά στο γήπεδο και συντονίζοντας τον τρόπο, με τον οποίο επιχειρείται η άμεση ανάκτηση της μπάλας.
Το σημαντικότερο όλων είναι πως η ομάδα πρέπει να είναι συμπαγής. Αν υπάρχουν κενά, όταν μια ομάδα πιέζει, είναι σχετικά εύκολο για τον αντίπαλο να περάσει μπάλες μέσα από αυτά. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο κάθετα όσο και πλάγια -ο Αρίγκο Σάκι, που εγκαινίασε το πρέσινγκ στη Μίλαν το 1980, είχε κάνει λόγο για μια ιδεώδη απόσταση 25 μέτρων από τον πιο προωθημένο επιθετικό ως την τελευταία γραμμή άμυνας, ενώ υπάρχει επίσης η αναγκαιότητα για, ας πούμε, τον δεξιό εξτρέμ να κινηθεί κεντρικά, όταν η μπάλα είναι αριστερά. Στην Μπάγερν, ο Γκουαρδιόλα έχει χωρίσει ένα από τα προπονητικά γήπεδα σε ζώνες, προκειμένου να βοηθήσει τους παίκτες να δουλέψουν στα κενά που αφήνουν μεταξύ τους. Στην Μπάρσα εφάρμοζε την αρχή του «ενός και τριών»: όταν η μπάλα χανόταν, ένας παίκτης πήγαινε κατ’ ευθείαν πάνω της και τρεις έτρεχαν επί τόπου, προκειμένου να προσπαθήσουν να αποκόψουν όλες τις γωνίες μεταβίβασής της.
Μια ομάδα πρέπει επίσης να αντιλαμβάνεται πότε να σταματήσει την πίεση: την μπάλα δεν μπορείς να την κυνηγάς αδιάκοπα, εν μέρει επειδή είναι εξοντωτικό και εν μέρει επειδή, όταν περάσει η αρχική στιγμή που ο αντίπαλος έχει πάρει την κατοχή δεν είναι δύσκολο να κάνει τη βαθιά μπαλιά στον κενό χώρο πίσω από την άμυνα (αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που τερματοφύλακας, όπως ο Βίκτορ Βαλδές και ο Μάνουελ Νόιερ, οι οποίοι μπορούν να «σκουπίσουν» μπάλες πίσω από την άμυνά τους, είναι τόσο πολύτιμοι).
Όταν η αντίπαλη ομάδα έχει εξασφαλίσει την κατοχή, οι ακραίοι στο 4-2-3-1 της Ντόρτμουντ οπισθοχωρούσαν τόσο, ώστε η Μπορούσια να αμύνεται με δύο πολύ παραδοσιακές τετράδες. Αυτό σημαίνει ότι οι ακραίοι πρέπει να είναι σε εξαιρετική φυσική κατάσταση. Αυτά είναι πιθανότατα άσχημα μαντάτα για τον Άνταμ Λαλάνα, ο οποίος έχει τελειώσει μόλις 11 από τα 24 παιχνίδια που έχει ξεκινήσει ως βασικός (σε Λίβερπουλ και εθνική ομάδα) αυτή τη χρονιά, και ίσως σημαίνει ότι ο Τζέιμς Μίλνερ θα χρησιμοποιηθεί στα φτερά, τουλάχιστον όταν αναρρώσει ο Τζόρνταν Χέντερσον.
Υπάρχουν πολυάριθμες παραλλαγές του gegenpressing. Ενίοτε, ιδίως όταν ο κάτοχος της μπάλας δεν είναι εξαιρετικός στην πάσα, μπορεί να αφεθεί άνευ πίεσης και να αποκλειστούν όλες οι δυνατότητές του για μεταβίβαση. Η πίεση μπορεί να εστιαστεί στο μαρκάρισμα πιθανών παραληπτών της πάσας, στην ίδια την μπάλα ή στους διαδρόμους μεταβίβασης -αυτό σημαίνει να παρεμβληθείς μεταξύ της μπάλας και των πιθανών παραληπτών μιας πάσας. Στην Ντόρτμουντ, η εστίαση του Κλοπ γινόταν στον κάτοχο της μπάλας, έστω κι αν η περικύκλωσή του σήμαινε ως ένα βαθμό την απώλεια της δομής.
Θα ήταν λάθος, όμως, να υποτεθεί ότι ο Κλοπ απλά προσβλέπει στη μεταφύτευση του μοντέλου της Ντόρτμουντ στη Λίβερπουλ. Όλοι οι καλοί προπονητές εξελίσσονται: μεταξύ 2010-11, όταν η Ντόρτμουντ κέρδισε το πρώτο της πρωτάθλημα υπό τον Κλοπ, και 2012-13, όταν έφτασε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, για παράδειγμα, το ποσοστό επιτυχημένων μεταβιβάσεων της Ντόρτμουντ ανέβηκε από το 75,1% στο 80,9%. Έγινε λιγότερο άμεση και περισσότερο εστιασμένη στην κατοχή, εν μέρει λόγω της εμφάνισης παικτών όπως οι Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι, Μάρκο Ρόις, Ιλκάι Γκιντογκάν, και εν μέρει λόγω της συνειδητοποίησης εκ μέρους του Κλοπ ότι η ανηλεής πίεση της Ντόρτμουντ την εξουθένωνε, ιδίως επειδή έδινε μάχη σε δύο μέτωπα.
Παρομοίως, οι κερδισμένες εναέριες μονομαχίες ανά παιχνίδι αυξήθηκαν από 7,9 σε 17,2, κυρίως ένεκα της διαδοχής του Λούκας Μπάριος από τον Λεβαντόβσκι στην κορυφή της επίθεσης: πλέον οι μεγάλες μπαλιές στην περιοχή είχαν νόημα και αξία. Αληθεύει ότι ο Κλοπ δεν έχει δουλέψει στο παρελθόν με επιθετικό όπως ο Κρίστιαν Μπεντέκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιχειρήσει να του βγάλει σέντρες και μεγάλες μπαλιές.
Την περασμένη εβδομάδα ο Κλοπ μίλησε για ποδόσφαιρο «με τέρμα το γκάζι», ίσως όμως αποδειχθεί ότι το να τρέχεις γρηγορότερα και μακρύτερα από τον αντίπαλο δεν είναι τόσο εφικτό στην Πρέμιερ Λιγκ, την οποία ο Λούι φαν Χάαλ έχει χαρακτηρίσει «αγώνα αρουραίων». Επίσης, το gegenpressing, του οποίου τα βασικά δόγματα έχουν απορροφηθεί πλέον σε όλη την Ευρώπη, δεν μπορεί να αιφνιδιάσει τόσο όσο, όταν το πρωτεφάρμοσε ο Κλοπ στην Ντόρτμουντ.
Και έπειτα υπάρχει και το ζήτημα του πόσο καιρό θα πάρει στους παίκτες να μάθουν τον τρόπο πίεσης του Κλοπ (και του πόσο διαφορετικός είναι από τη μέθοδο του Μπρένταν Ρότζερς). Είναι πιθανόν να περάσουν αρκετές εβδομάδες, προτού ο Γερμανός μπορέσει να επηρεάσει οποιαδήποτε συστημική τακτική αλλαγή.
Αν υπάρχει ανέβασμα στο σαββατιάτικο παιχνίδι με την Τότεναμ, είναι πιο πιθανό να οφείλεται στην προσωπικότητά του παρά με τις υπόγειες δομές που επιδιώκει ν’ αλλάξει.
Η πίστη του σε αυτό το στιλ και η ικανότητά του να εμφυσήσει τις αρχές του στους παίκτες του επέτρεψαν στην Ντόρτμουντ να ανταγωνιστεί μακράν πιο πλούσιους συλλόγους. Το σύστημα κατάφερε να εξουδετερώσει το γεγονός ότι η Μπάγερν μπορούσε να αγοράσει πιο ποιοτικές μονάδες. Στη Λίβερπουλ ελπίζουν ο Γερμανός να έχει παρόμοιο αντίκτυπο και στην Πρέμιερ Λιγκ.
Στην τεχνική αναφορά της UEFA για το Τσάμπιονς Λιγκ της περασμένης περιόδου υπάρχει μια ενότητα με τον τίτλο «Οι αντεπιθέσεις είναι κλειδί». Σε αυτήν ο πρώην τεχνικός της Βέρντερ Τόμας Σάαφ επιχειρηματολογεί ότι οι γρήγορες αντεπιθέσεις είναι κάτι που η Μπαρσελόνα πρόσθεσε την περασμένη περίοδο, ότι το παιχνίδι της έγινε κάτι περισσότερο από την προσπάθεια να καταβληθεί ο αντίπαλος μέσω της κατοχής.
Η αναφορά, ωστόσο, παράσχει και μια εξαιρετικά εύγλωττη στατιστική: το 20,6% όλων των τερμάτων που επετεύχθησαν μέσα από το παιχνίδι στο Τσάμπιονς Λιγκ της περασμένης περιόδου προήλθαν από κόντρες. Το ποσοστό παρουσιάζεται ως υψηλό, όμως είναι μικρότερο από το 23% την περίοδο 2013/14 και το 27% την αμέσως προηγούμενη σεζόν.
Το 2005/06 μια αναφορά γραμμένη από τον τεχνικό διευθυντή της UEFA, Άντι Ρόξμπεργκ, ανέβαζε στο 40% το ποσοστό των τερμάτων μέσα από το παιχνίδι που είχαν προέλθει από αντεπιθέσεις. Με άλλα λόγια, το ποσοστό των γκολ από κόντρες έχει μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ την περασμένη δεκαετία.
Αυτό δεικνύει ότι οι κορυφαίοι σύλλογοι, τουλάχιστον, βελτιώνονται στην αντιμετώπιση των αντεπιθέσεων, ότι η μετάβαση από την επίθεση στην άμυνα έχει γίνει τόσο σημαντική όσο η μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση, και ένας από τους λόγους γι’ αυτό είναι το gegenpressing. Πιθανότατα ουδείς έχει κάνει περισσότερα από τον Κλοπ για να καταστήσει δημοφιλές το συγκεκριμένο στιλ.
«Η καλύτερη στιγμή ανάκτησης της μπάλας είναι ακριβώς μετά την απώλειά της», έχει πει ο Γερμανός. «Ο αντίπαλος αναζητεί ακόμη τον προσανατολισμό, πού να πασάρει την μπάλα. Θα έχει πάρει τα μάτια του από το παιχνίδι για να κάνει το τάκλιν ή την υποδοχή και θα έχει ξοδέψει ενέργεια. Αμφότερα τον κάνουν ευάλωτο».
Αφ’ εαυτής ίσως τούτη να μην είναι μια ιδιαίτερα αποκαλυπτική ματιά. Το σημείο, όπου ο Κλοπ -και ο Πεπ Γκουαρδιόλα, επίσης πρωτεργάτης του gegenpressing- ήταν καινοτόμοι ήταν στο πώς αξιοποίησαν αυτήν την πραγματικότητα, σπρώχνοντας την ομάδα τους ψηλά στο γήπεδο και συντονίζοντας τον τρόπο, με τον οποίο επιχειρείται η άμεση ανάκτηση της μπάλας.
Το σημαντικότερο όλων είναι πως η ομάδα πρέπει να είναι συμπαγής. Αν υπάρχουν κενά, όταν μια ομάδα πιέζει, είναι σχετικά εύκολο για τον αντίπαλο να περάσει μπάλες μέσα από αυτά. Αυτό μπορεί να γίνει τόσο κάθετα όσο και πλάγια -ο Αρίγκο Σάκι, που εγκαινίασε το πρέσινγκ στη Μίλαν το 1980, είχε κάνει λόγο για μια ιδεώδη απόσταση 25 μέτρων από τον πιο προωθημένο επιθετικό ως την τελευταία γραμμή άμυνας, ενώ υπάρχει επίσης η αναγκαιότητα για, ας πούμε, τον δεξιό εξτρέμ να κινηθεί κεντρικά, όταν η μπάλα είναι αριστερά. Στην Μπάγερν, ο Γκουαρδιόλα έχει χωρίσει ένα από τα προπονητικά γήπεδα σε ζώνες, προκειμένου να βοηθήσει τους παίκτες να δουλέψουν στα κενά που αφήνουν μεταξύ τους. Στην Μπάρσα εφάρμοζε την αρχή του «ενός και τριών»: όταν η μπάλα χανόταν, ένας παίκτης πήγαινε κατ’ ευθείαν πάνω της και τρεις έτρεχαν επί τόπου, προκειμένου να προσπαθήσουν να αποκόψουν όλες τις γωνίες μεταβίβασής της.
Μια ομάδα πρέπει επίσης να αντιλαμβάνεται πότε να σταματήσει την πίεση: την μπάλα δεν μπορείς να την κυνηγάς αδιάκοπα, εν μέρει επειδή είναι εξοντωτικό και εν μέρει επειδή, όταν περάσει η αρχική στιγμή που ο αντίπαλος έχει πάρει την κατοχή δεν είναι δύσκολο να κάνει τη βαθιά μπαλιά στον κενό χώρο πίσω από την άμυνα (αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που τερματοφύλακας, όπως ο Βίκτορ Βαλδές και ο Μάνουελ Νόιερ, οι οποίοι μπορούν να «σκουπίσουν» μπάλες πίσω από την άμυνά τους, είναι τόσο πολύτιμοι).
Όταν η αντίπαλη ομάδα έχει εξασφαλίσει την κατοχή, οι ακραίοι στο 4-2-3-1 της Ντόρτμουντ οπισθοχωρούσαν τόσο, ώστε η Μπορούσια να αμύνεται με δύο πολύ παραδοσιακές τετράδες. Αυτό σημαίνει ότι οι ακραίοι πρέπει να είναι σε εξαιρετική φυσική κατάσταση. Αυτά είναι πιθανότατα άσχημα μαντάτα για τον Άνταμ Λαλάνα, ο οποίος έχει τελειώσει μόλις 11 από τα 24 παιχνίδια που έχει ξεκινήσει ως βασικός (σε Λίβερπουλ και εθνική ομάδα) αυτή τη χρονιά, και ίσως σημαίνει ότι ο Τζέιμς Μίλνερ θα χρησιμοποιηθεί στα φτερά, τουλάχιστον όταν αναρρώσει ο Τζόρνταν Χέντερσον.
Υπάρχουν πολυάριθμες παραλλαγές του gegenpressing. Ενίοτε, ιδίως όταν ο κάτοχος της μπάλας δεν είναι εξαιρετικός στην πάσα, μπορεί να αφεθεί άνευ πίεσης και να αποκλειστούν όλες οι δυνατότητές του για μεταβίβαση. Η πίεση μπορεί να εστιαστεί στο μαρκάρισμα πιθανών παραληπτών της πάσας, στην ίδια την μπάλα ή στους διαδρόμους μεταβίβασης -αυτό σημαίνει να παρεμβληθείς μεταξύ της μπάλας και των πιθανών παραληπτών μιας πάσας. Στην Ντόρτμουντ, η εστίαση του Κλοπ γινόταν στον κάτοχο της μπάλας, έστω κι αν η περικύκλωσή του σήμαινε ως ένα βαθμό την απώλεια της δομής.
Θα ήταν λάθος, όμως, να υποτεθεί ότι ο Κλοπ απλά προσβλέπει στη μεταφύτευση του μοντέλου της Ντόρτμουντ στη Λίβερπουλ. Όλοι οι καλοί προπονητές εξελίσσονται: μεταξύ 2010-11, όταν η Ντόρτμουντ κέρδισε το πρώτο της πρωτάθλημα υπό τον Κλοπ, και 2012-13, όταν έφτασε στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, για παράδειγμα, το ποσοστό επιτυχημένων μεταβιβάσεων της Ντόρτμουντ ανέβηκε από το 75,1% στο 80,9%. Έγινε λιγότερο άμεση και περισσότερο εστιασμένη στην κατοχή, εν μέρει λόγω της εμφάνισης παικτών όπως οι Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι, Μάρκο Ρόις, Ιλκάι Γκιντογκάν, και εν μέρει λόγω της συνειδητοποίησης εκ μέρους του Κλοπ ότι η ανηλεής πίεση της Ντόρτμουντ την εξουθένωνε, ιδίως επειδή έδινε μάχη σε δύο μέτωπα.
Παρομοίως, οι κερδισμένες εναέριες μονομαχίες ανά παιχνίδι αυξήθηκαν από 7,9 σε 17,2, κυρίως ένεκα της διαδοχής του Λούκας Μπάριος από τον Λεβαντόβσκι στην κορυφή της επίθεσης: πλέον οι μεγάλες μπαλιές στην περιοχή είχαν νόημα και αξία. Αληθεύει ότι ο Κλοπ δεν έχει δουλέψει στο παρελθόν με επιθετικό όπως ο Κρίστιαν Μπεντέκε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιχειρήσει να του βγάλει σέντρες και μεγάλες μπαλιές.
Την περασμένη εβδομάδα ο Κλοπ μίλησε για ποδόσφαιρο «με τέρμα το γκάζι», ίσως όμως αποδειχθεί ότι το να τρέχεις γρηγορότερα και μακρύτερα από τον αντίπαλο δεν είναι τόσο εφικτό στην Πρέμιερ Λιγκ, την οποία ο Λούι φαν Χάαλ έχει χαρακτηρίσει «αγώνα αρουραίων». Επίσης, το gegenpressing, του οποίου τα βασικά δόγματα έχουν απορροφηθεί πλέον σε όλη την Ευρώπη, δεν μπορεί να αιφνιδιάσει τόσο όσο, όταν το πρωτεφάρμοσε ο Κλοπ στην Ντόρτμουντ.
Και έπειτα υπάρχει και το ζήτημα του πόσο καιρό θα πάρει στους παίκτες να μάθουν τον τρόπο πίεσης του Κλοπ (και του πόσο διαφορετικός είναι από τη μέθοδο του Μπρένταν Ρότζερς). Είναι πιθανόν να περάσουν αρκετές εβδομάδες, προτού ο Γερμανός μπορέσει να επηρεάσει οποιαδήποτε συστημική τακτική αλλαγή.
Αν υπάρχει ανέβασμα στο σαββατιάτικο παιχνίδι με την Τότεναμ, είναι πιο πιθανό να οφείλεται στην προσωπικότητά του παρά με τις υπόγειες δομές που επιδιώκει ν’ αλλάξει.
*αρθρογράφος στην αγγλική εφημερίδα Guardian.