Ο ποδοσφαιριστής που ξεκίνησε έναν πόλεμο
10:18 - 08 Οκτωβρίου 2015
Όχι μόνο σε αθλητικό, αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Ο λόγος για τον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, τον ποδοσφαιριστή που κατάφερε να γίνει σύμβολο στη χώρα του και που μια... κλωτσιά του «πυροδότησε» έναν πόλεμο! Με αφορμή τα γενέθλιά του (κλείνει τα 47 του χρόνια) το Contra.gr κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν και θυμάται την άκρως ενδιαφέρουσα καριέρα του. Τόσο εντός όσο και (κυρίως) εκτός αγωνιστικού χώρου.
Ταλέντο, τεχνική και στόφα ηγέτη
Αυτά τα τρία στοιχεία χαρακτήριζαν τον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της καριέρας του. Όσοι τον γνώριζαν από μικρό κάνουν λόγο για ένα άτομο με πάθος για το ποδόσφαιρο, αλλά και με έντονες πολιτικές ανησυχίες. Ίσως για έναν «ρομαντικό εθνικιστή» λόγω της αγάπης που έτρεφε για την πατρίδα του. Διάβαζε αρκετά, με αγαπημένους του συγγραφείς του Τσέχοφ και Ντοστογέφσκι, τα έργα των οποίων έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Μεγαλώνοντας σε μια περιοχή, όπου η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη, δεν θα μπορούσε να μην ασχολείται και με τις εξελίξεις που συνέβαιναν γύρω του. Μετά τον θάνατο του Γιουγκοσλάβου δικτάτορα Τίτο το 1980, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται ακόμη χειρότερα. Η «στρογγυλή θεά» ήταν μια διέξοδος για πολλούς νέους, που στόχευαν σε μια μεταγραφή προκειμένου να κάνουν καριέρα σε μια ομάδα της Ευρώπης, μένοντας μακριά από τα Βαλκάνια.
Ο Ζβόνιμιρ ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στις ακαδημίες της Χάιντουκ Σπλιτ το 1981, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταπήδησε σε αυτές της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Το επαγγελματικό του ντεμπούτο στην πρώτη ομάδα το έκανε σε ηλικία 16 ετών τη σεζόν 1985/86, κάνοντας όλη τη χώρα να μιλάει για ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της. Ένα χρόνο αργότερα έγραψε ιστορία με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο Κ20, όπου και κατέκτησε το τρόπαιο. Η χώρα είχε τότε ίσως το καλύτερο ρόστερ της με παίκτες όπως οι Γιάρνι, Προσινέτσκι, Πάβλοβιτς, Μιγιάτοβιτς, Σούκερ και φυσικά τον Μπόμπαν. Ένα μείγμα από Σέρβους, Βόσνιους και Κροάτες.Τα κατορθώματα του νεαρού τότε Μπόμπαν είχαν ήδη κάνει το γύρο του κόσμου και δεν ήταν λίγες οι ομάδες που «γλυκοκοίταζαν» την περίπτωσή του. Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, επιστρέφοντας στη χώρα του, πήρε και το περιβραχιόνιο της Ντιναμό Ζάγκρεμπ σε ηλικία μόλις 19 ετών, κάτι που τον έκανε τον νεώτερο αρχηγό στην ιστορία του συλλόγου.
Ο αγώνας που άλλαξε την ιστορία των Βαλκανίων
Η 13η Μαΐου 1990 είναι μια ημέρα ορόσημο στην ιστορία της Κροατίας. Εκείνη τη μέρα «ξεκίνησαν» όλα. Ήταν η μέρα που γράφτηκε ο μύθος του «Μάξιμιρ» όπως έχει μείνει στην ιστορία μέχρι και σήμερα. Το ματς της Ντιναμό Ζάγκρεμπ κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα έμελλε να φέρει τα πάνω κάτω στην περιοχή. Η έχθρα μεταξύ των δύο ομάδων ήταν γνωστή, όμως εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να γίνεται εντονότερη. Λίγες ημέρες πριν το συγκεκριμένο παιχνίδι είχαν διεξαχθεί στην Κροατία για πρώτη φορά από 1938 πολυκομματικές εκλογές (6-7 Μαΐου), με το κεντροδεξιό κόμμα του Τούντμαν (Κροατική Δημοκρατική Ένωση) να παίρνει τη νίκη, τελειώνοντας έτσι έναν κομμουνισμό που κράτησε 45 χρόνια. Η κυριότερη θέση του κόμματος ήταν η ανεξαρτησία της Κροατίας, κάτι που φυσικά ερχόταν σε αντίθεση με το κομμουνιστικό καθεστώς της Σερβίας και του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Το πολιτικό σκηνικό δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τον αγώνα που στην ουσία πήρε συμβολικό χαρακτήρα. Η Κροατία (Ντιναμό Ζάγκρεμπ) ερχόταν αντιμέτωπη με τη Σερβία (Ερυθρό Αστέρα) στο γήπεδο «Μάξιμιρ» του Ζάγκρεμπ. Οι οργανωμένοι οπαδοί των δύο ομάδων οι Bad Blue Boys (της Ντιναμό) και οι Delije (του Αστέρα) είχαν προετοιμαστεί σαν να πηγαίνουν σε πόλεμο. Όλοι γνώριζαν τι επρόκειτο να συμβεί. Περίπου 3.000 οπαδοί του Αστέρα ταξίδεψαν εκείνη την ημέρα στο Ζάγκρεμπ με αρχηγό της αποστολής τον Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, γνωστό και ως Αρκάν, έναν Σέρβο εθνικιστή και εγκληματία, ο οποίος στη συνέχεια θα έπαιζε και ενεργό ρόλο στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας.
Πεδίο μάχης
Αρκετές ώρες πριν την έναρξη του αγώνα τα επεισόδια είχαν ήδη ξεκινήσει. Φίλαθλοι των δύο ομάδων είχαν πιαστεί στα χέρια σε δρόμους του Ζάγκρεμπ, ωστόσο το σημείο που θύμισε πεδίο μάχης δεν ήταν άλλο από το γήπεδο, το «Μάξιμιρ».
Οι γηπεδούχοι οπαδοί της Ντιναμό (Bad Blue Boys) προκάλεσαν πετώντας πέτρες σε αυτούς του Αστέρα (Delije). Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Από εκεί και μετά κυριάρχησε το απόλυτο χάος. Οι φιλοξενούμενοι οπαδοί έσπασαν τα προστατευτικά κιγκλιδώματα και έφτασαν μπροστά στους αντιπάλους τους φωνάζοντας εθνικιστικά συνθήματα όπως «το Ζάγκρεμπ ανήκει στη Σερβία» και «θα σκοτώσουμε τον Τούντμαν».
Υπό αυτές τις συνθήκες όπως γίνεται αντιληπτό, ο αγώνας δεν μπορούσε να ξεκινήσει. Και τα επεισόδια δεν σταμάτησαν εκεί. Οι Bad Blue Boys δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια απαντώντας με καρέκλες και νέα συνθήματα. Λίγο αργότερα εισέβαλαν και στο γήπεδο όπου ήρθαν αντιμέτωποι με τις ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας. Οι αστυνομικοί χωρίς να δείξουν το παραμικρό έλεος, τους απώθησαν χτυπώντας τους με κλομπ και πετώντας τους χημικά. Αμέσως έφτασαν ενισχύσεις στο γήπεδο με θωρακισμένα φορτηγάκια και πίδακες νερού, καταφέρνοντας να ελέγξουν την «εμπόλεμη» κατάσταση. Πάνω από 70 άτομα τραυματίστηκαν, αρκετά από αυτά από μαχαιρώματα στη μάχη που δόθηκε μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων, ενώ η αστυνομία προχώρησε σε τουλάχιστον 100 συλλήψεις. Η κλωτσιά που έκανε τον Μπόμπαν σύμβολο Η ειρωνεία βέβαια είναι πως ο αστυνομικός που κλώτσησε ο Μπόμπαν δεν ήταν Σέρβος, αλλά Βόσνιος. Ωστόσο η κλωτσιά θεωρήθηκε συμβολική. Ξύπνησε το πατριωτικό αίσθημα των Κροατών. Ούτε καν ο ίδιος δεν είχε φανταστεί την σημασία της την ώρα που την πραγματοποιούσε. Ο Μπόμπαν τα «έβαλε» με το γιουγκοσλαβικό σύστημα, χτυπώντας έναν αστυνομικό. Μια κίνηση που τελικά τον έβαλε στο πάνθεον με τους μεγαλύτερους ήρωες στην ιστορία της Κροατίας και που είχε σαν αποτέλεσμα λίγο καιρό αργότερα η χώρα να κερδίσει την ανεξαρτησία της στον πόλεμο που διεξήχθη.
Μέσα σε όλο αυτό το χάος υπήρξε μια στιγμή που μετέτρεψε τον μόλις 22 ετών τότε Ζβόνιμιρ Μπόμπαν από έναν ταλαντούχο ποδοσφαιριστή σε λαϊκό ήρωα των Κροατών. Πολλοί παίκτες της Ντιναμό είχαν μείνει στο γήπεδο κατά τη διάρκεια των επεισοδίων παρακολουθώντας τα όσα εξελίσσονταν γύρω τους. Αντίθετα οι ποδοσφαιριστές του Αστέρα είχαν αποχωρήσει από νωρίς με προορισμό τα αποδυτήρια.
Αυτή η «κλωτσιά» σήμαινε γι’ αυτούς την αντίσταση των Κροατών απέναντι στη Σερβία. Αμέσως τον μετέτρεψε σε σύμβολο όχι μόνο για τους οπαδούς της Ντιναμό, αλλά για όλους τους Κροάτες που ζητούσαν την ανεξαρτησία τους από το γιουγκοσλαβικό ζυγό.
Ρίσκαρα τα πάντα για ένα σκοπό
Η γιουγκοσλαβική ποδοσφαιρική ομοσπονδία απέβαλε για έξι μήνες τον Μπόμπαν γι’ αυτή την κίνηση στο ντέρμπι Ντιναμό-Ερυθρός Αστέρας, ενώ απηύθυνε κατηγορίες εναντίον του. Εξ αιτίας της τιμωρίας του έχασε και την ευκαιρία να συμμετάσχει στο Μουντιάλ του 1990.
Κι αν για τους Κροάτες έγινε λαϊκός ήρωας, για του Σέρβους δεν ήταν παρά ένας Κροάτης εθνικιστής. Ωστόσο όπως είχε δηλώσει ο ίδιος: «Ήμουν έτοιμος να ρισκάρω τη ζωή μου, την καριέρα μου, όση φήμη είχα αποκτήσει. Όλα αυτά για ένα ιδανικό, για ένα σκοπό. Για την Κροατία. Σίγουρα εκείνη η νύχτα σημάδεψε τη ζωή μου. Ένιωσα πως ωρίμασα μέσα σε δευτερόλεπτα». Όσον αφορά τον αστυνομικό που δέχθηκε την επίθεση, τον συγχώρεσε μερικά χρόνια αργότερα.
Τα επεισόδια που έλαβαν χώρα την 13η Μαΐου 1990 είχαν σαν αποτέλεσμα να καταργηθεί το Γιουγκοσλαβικό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου. Μετά τη σεζόν 1990-91, οι σύλλογοι από την Σλοβενία και την Κροατία αποχώρησαν, ενώ στη συνέχεια η χώρα διασπάστηκε.
Να σημειωθεί πως έξω από το «Μάξιμιρ» οι οπαδοί της Ντιναμό έφτιαξαν ένα μνημείο στο οποίο αναγράφεται: «Σε όλους του φίλου της Ντιναμό Ζάγκρεμπ από τους οποίος ξεκίνησε ο πόλεμος στις 13 Μαΐου του 1990 και τελείωσε με τους ίδιους να δίνουν τις ζωές τους για χάρη της Κροατίας».
Το κεφάλαιο Μίλαν
Ένα χρόνο μετά τα επεισόδια ο Μπόμπαν παίρνει μεταγραφή για τη Μίλαν έναντι ενός ποσού που ξεπέρασε τα 10.000.000 ευρώ. Ήταν μια εισήγηση του τότε τεχνικού των «ροσονέρι», Φάμπιο Καπέλο, όμως δόθηκε αμέσως δανεικός στην Μπάρι, προκειμένου να προσαρμοστεί στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Μπορεί η ομάδα να υποβιβάστηκε, όμως ο Μπόμπαν είχε φανερώσει δείγματα του τεράστιου ταλέντου του.
Επιστρέφοντας στο Μιλανέλο αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας. Πήρε φανέλα βασικού στη μεσαία γραμμή των «ροσονέρι», παίζοντας δίπλα σε παίκτες όπως οι Γκούλιτ, Ράικαρντ, Μπαρέζι, Σαβίσεβιτς, Ντοναντόνι και Αλμπερτίνι. Με τον ηγετικό Κροάτη στη σύνθεσή της η Μίλαν κατάφερε να κατακτήσει το Champions League το 1994.
O τελικός της Αθήνας έμεινε αξέχαστος. O Μπόμπαν αγωνίστηκε σε όλο το 90λεπτο σε μία από τις καλύτερες επιδόσεις ομάδας σε τελικό Champions League, συντρίβοντας την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ με 4-0. Μπορεί να μην σκόραρε, όμως έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νίκη της ομάδας του.
Σε εννιά σεζόν που αγωνίστηκε στο Σαν Σίρο, κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα, το Champions League, τρία Σούπερ Καπ Ιταλίας κι ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ. Συνολικά φόρεσε τη φανέλα των «ροσονέρι» σε 251 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, σκοράροντας 30 φορές και θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους ξένους που αγωνίστηκαν στη Serie A. Ωστόσο το 2001 με την έλευση του Ρουί Κόστα, ο Μπόμπαν άρχισε να χάνει σιγά-σιγά τη θέση του στην ενδεκάδα, μέχρι που τελικά δόθηκε δανεικός στη Θέλτα. Εκεί μετά από μόλις τέσσερα παιχνίδι πρωταθλήματος ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την αγωνιστική δράση σε ηλικία 34 ετών.
«Κροατία, αγάπη μου»
Ξεκίνησε να αγωνίζεται στις μικρές Εθνικές της Γιουγκοσλαβίας, ώσπου τελικά έκανε την εμφάνισή του στην ομάδα ανδρών το 1988. Φόρεσε για 7 φορές τη φανέλα της, όμως δεν το έκανε με την καρδιά του. Πάντα ονειρευόταν να εκπροσωπήσει την Κροατία. Έτσι ένιωθε, γι' αυτό πάλευε.
Όταν τελικά η Κροατία κέρδισε την ανεξαρτησία της, ο Μπόμπαν έκανε το όνειρό του πραγματικότητα.
Έπαιξε το πρώτο του επίσημο παιχνίδι κόντρα στη Ρουμανία. Ήταν ένα φιλικό στις 22 Δεκεμβρίου του 1990, μόλις το δεύτερο παιχνίδι στην ιστορία της Κροατίας σαν ανεξάρτητο κράτος από το 1956. Έχοντας εκπληρώσει το όνειρό του να αγωνιστεί με την καρό φανέλα της Κροατίας, επόμενος στόχος του ήταν να παίξει σε ένα Μουντιάλ. Το 1990 δεν τα είχε καταφέρει λόγω τιμωρίας.
Οκτώ χρόνια αργότερα όμως, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, ο Μπόμπαν οδήγησε την Εθνική του μέχρι τα τελικά. Εκεί ήταν αναπόσπαστο μέλος της καλύτερης Κροατίας που έχουμε δει μέχρι σήμερα, φτάνοντας μέχρι και την τρίτη θέση.
Στα ημιτελικά λίγο έλειψε να αποκλείσουν την διοργανώτρια Γαλλία και μετέπειτα πρωταθλήτρια κόσμου, όμως δεν στάθηκαν τυχεροί (2-1). Ο Μπόμπαν ήταν αρχηγός και ηγέτης εκείνης της ομάδας που είχε στο ρόστερ της παίκτες όπως οι Τούντορ, Μάριτς, Λάντιτς, Σούκερ, Γιάρνι, Προσινέτσκι και Σίμιτς.
Τελευταίο του παιχνίδι με το εθνόσημο ήταν ένα φιλικό κόντρα στη Γαλλία στις 13 Νοεμβρίου του 1999. Συνολικά μέτρησε 41 διεθνείς συμμετοχές και 12 τέρματα.
Η ζωή του μετά το ποδόσφαιρο
Λίγο καιρό μετά την απόσυρσή του από τα γήπεδα διοργάνωσε ένα φιλικό παιχνίδι για να πει «αντίο» με τη θρυλική ομάδα της Κροατίας του 1998 κόντρα στη μεικτή κόσμου, η οποία αποτελούνταν από αστέρες όπως οι Ριβάλντο, Μάρκο Φαν Μπάστεν και Λόταρ Ματέους.
Από τη στιγμή αυτή και μετά σταμάτησε να σκέφτεται το ποδόσφαιρο και ακολούθησε το δρόμο της μάθησης. Άλλωστε αυτό ήταν πάντα κάτι που του άρεσε. Κάθισε στα φοιτητικά έδρανα λοιπόν και κατάφερε να τελειώσει το τμήμα της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, παίρνοντας μάλιστα και με καλό βαθμό το πτυχίο του. Όσον αφορά την πτυχιακή του εργασία, είχε να κάνει με το «χριστιανισμό στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία».
Παράλληλα ξεκίνησε καριέρα αθλητικού δημοσιογράφου, δουλεύοντας για γνωστή καθημερινή αθλητική εφημερίδα της Κροατίας, ενώ έκανε και σχολιασμό σε τηλεοπτικές μεταδόσεις αγώνων τη Εθνικής του ομάδας. Δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτά. Ο Μπόμπαν άνοιξε και τη δική του επιχείρηση στο Ζάγκρεμπ, ένα μπαρ, στο οποίο έδωσε το όνομά του. Να σημειωθεί ότι είναι λάτρης του τένις, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να κοντράρει τον πολύ καλό του φίλο και πρώην αστέρα του αθλήματος, Γκόραν Ιβανίσεβιτς. Είναι παντρεμένος με την σχεδιάστρια μόδας, Λεονάρντα Μπόμπαν και έχουν μαζί πέντε παιδιά, τα τέσσερα από τα οποία είναι υιοθετημένα.
Όσον αφορά τις ερωτήσεις που δέχεται συχνά για το αν θέλει στο μέλλον να ασχοληθεί με την προπονητική, η απάντησή του είναι κάθετη: «Το ποδόσφαιρο άνοιξε τους ορίζοντές μου. Θέλω να απομακρυνθεί για ένα διάστημα από αυτό, όμως ένα πράγμα είναι σίγουρο. Δεν θα γίνω ποτέ προπονητής. Τα νεύρα μου δεν το αντέχουν».
Λογικό μετά από όλα αυτά που έζησε σαν ποδοσφαιριστής σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους στα Βαλκάνια. Ωστόσο δεν μετανιώνει σε καμία περίπτωση για τα όσα έκανε. Γιατί τα έκανε για τη χώρα του, την «αγάπη του» όπως την αποκαλεί. Ένας ρομαντικός εθνικιστής που δεν τον ενδιέφερε η ζωή του ή η καριέρα του, παρά μόνο η ανεξαρτησία της χώρας του.
Ωστόσο η μοίρα τα έφερε έτσι που τελικά κατάφερε να ζήσει και τα δύο. Και να βάλει το όνομά του δίπλα σε αυτά των κορυφαίων στην ιστορία του ποδοσφαίρου, αλλά και να δει την Κροατία ως ανεξάρτητο κράτος.
Αν τον ρωτούσαμε βέβαια ποιο από τα δύο προτιμά, θα απαντούσε με ευκολία το δεύτερο. Γιατί όπως έχει δηλώσει: «Η Κροατία είναι ο λόγος που ζω. Αγαπώ τη χώρα μου, όσο αγαπώ τον εαυτό μου. Θα πέθαινα για την Κροατία».