Περί υποκρισίας
10:58 - 27 Ιανουαρίου 2016
Εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες οι ποδοσφαιριστές α’ κατηγορίας στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα βλέπουν τους μισθούς τους να αυξάνονται (κατά μέσο όρο) με ρυθμό πολλαπλάσιο από τον αντίστοιχο της ανάπτυξης ολόκληρης της οικονομίας στη γηραιά ήπειρο.
Το πόρισμα του εβδόμου Benchmark-Report της UEFA είναι μια πραγματικότητα. Ενδεχομένως κι ένα βέλος στη φαρέτρα εκείνων (όχι λίγων), για τους οποίους οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές είναι μια συνομοταξία ναρκισσιστικών, αυθαδών, αμόρφωτων και γενικά κακομαθημένων, πλην ακριβοπληρωμένων εγωιστών.
Προσπερνώντας μια σειρά πραγματικοτήτων που συνθέτουν το σκληρό πυρήνα της άλλης όψης του νομίσματος (η καριέρα ενός αθλητή είναι κατά κανόνα πολύ πιο βραχύβια απ’ ό,τι άλλων επαγγελματιών, ο ποδοσφαιριστής μετατρέπεται συχνά σε σύγχρονο είλωτα στα χέρια επιτήδειων ατζέντηδων ή/και συλλόγων ή, ακόμη πιο συχνά, δεν πληρώνεται τα συμφωνημένα) στέκομαι -με αφορμή όσα συνόδευσαν τις πρόσφατες μετακινήσεις Μερκή (σε ΑΠΟΕΛ) και Μακρίδη (σε Απόλλωνα)- στην παράμετρο της υποκρισίας.
Για τους οπαδούς ένας σύγχρονος ποδοσφαιριστής, εκτός από πολλά που άπτονται της απόδοσης και της συμπεριφοράς του, «οφείλει» να μην επιδιώκει καλύτερες απολαβές, να μην αναζητεί καλύτερη (για τον ίδιο) προοπτική, να μην επιζητεί τη (μέσω αλλαγής περιβάλλοντος) επιβεβαίωση της αξίας του, αλλά -λειτουργώντας ερασιτεχνικά μέσα σ’ ένα άκρως επαγγελματικό περιβάλλον- να θυσιάζει όνειρα, στόχους, επιθυμίες και φιλοδοξίες στο βωμό της αγάπης και της αφοσίωσης στη (μία και μοναδική, στα μάτια κάθε οπαδού) ομάδα.
Πρόκειται για μια αξίωση σε πλήρη αντιδιαστολή με την κοινή λογική και την πρακτική κάθε άλλου επαγγελματία. Μια αξίωση των οπαδών, των οποίων η συντριπτική πλειονότητα -ιδίως σε Κύπρο και Ελλάδα- γουστάρει πρώτα την επιτυχία και ακολούθως την ομάδα (σ.σ. όπως τεκμαίρεται από την περιορισμένη ενασχόληση με αυτήν, όταν τα αποτελέσματα είναι ανεπιτυχή).
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: μήπως, εν τέλει, η εν λόγω υποκρισία των οπαδών είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη όσων ποδοσφαιριστών καταπατούν τους όρκους αιώνιας αφοσίωσης σε μια ομάδα; Είναι, δυστυχώς, ένα ρητορικό ερώτημα.
Το πόρισμα του εβδόμου Benchmark-Report της UEFA είναι μια πραγματικότητα. Ενδεχομένως κι ένα βέλος στη φαρέτρα εκείνων (όχι λίγων), για τους οποίους οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές είναι μια συνομοταξία ναρκισσιστικών, αυθαδών, αμόρφωτων και γενικά κακομαθημένων, πλην ακριβοπληρωμένων εγωιστών.
Προσπερνώντας μια σειρά πραγματικοτήτων που συνθέτουν το σκληρό πυρήνα της άλλης όψης του νομίσματος (η καριέρα ενός αθλητή είναι κατά κανόνα πολύ πιο βραχύβια απ’ ό,τι άλλων επαγγελματιών, ο ποδοσφαιριστής μετατρέπεται συχνά σε σύγχρονο είλωτα στα χέρια επιτήδειων ατζέντηδων ή/και συλλόγων ή, ακόμη πιο συχνά, δεν πληρώνεται τα συμφωνημένα) στέκομαι -με αφορμή όσα συνόδευσαν τις πρόσφατες μετακινήσεις Μερκή (σε ΑΠΟΕΛ) και Μακρίδη (σε Απόλλωνα)- στην παράμετρο της υποκρισίας.
Για τους οπαδούς ένας σύγχρονος ποδοσφαιριστής, εκτός από πολλά που άπτονται της απόδοσης και της συμπεριφοράς του, «οφείλει» να μην επιδιώκει καλύτερες απολαβές, να μην αναζητεί καλύτερη (για τον ίδιο) προοπτική, να μην επιζητεί τη (μέσω αλλαγής περιβάλλοντος) επιβεβαίωση της αξίας του, αλλά -λειτουργώντας ερασιτεχνικά μέσα σ’ ένα άκρως επαγγελματικό περιβάλλον- να θυσιάζει όνειρα, στόχους, επιθυμίες και φιλοδοξίες στο βωμό της αγάπης και της αφοσίωσης στη (μία και μοναδική, στα μάτια κάθε οπαδού) ομάδα.
Πρόκειται για μια αξίωση σε πλήρη αντιδιαστολή με την κοινή λογική και την πρακτική κάθε άλλου επαγγελματία. Μια αξίωση των οπαδών, των οποίων η συντριπτική πλειονότητα -ιδίως σε Κύπρο και Ελλάδα- γουστάρει πρώτα την επιτυχία και ακολούθως την ομάδα (σ.σ. όπως τεκμαίρεται από την περιορισμένη ενασχόληση με αυτήν, όταν τα αποτελέσματα είναι ανεπιτυχή).
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: μήπως, εν τέλει, η εν λόγω υποκρισία των οπαδών είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη όσων ποδοσφαιριστών καταπατούν τους όρκους αιώνιας αφοσίωσης σε μια ομάδα; Είναι, δυστυχώς, ένα ρητορικό ερώτημα.