Πόρισμα-καταπέλτης Κουρσουμπά για υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικης
13:02 - 14 Δεκεμβρίου 2018
Για «φθίνουσα πορεία της ενημέρωσης» από τη Νομική Υπηρεσία της μητέρας της ανήλικης στην υπόθεση βιασμού για την οποία παιδεραστής καταδικάστηκε σε 4 χρόνια φυλάκιση αλλά και για δικαίωμα πληροφόρησης της, ανεξαρτήτως εάν ήταν παρούσα ή όχι στο δικαστήριο, αναφέρεται η Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Λήδα Κουρσουμπά η οποία εξέδωσε πόρισμα αναφορικά με την εκδίκαση περίπτωσης σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικης.
Σημειώνει επίσης ότι «το δικαίωμα του παιδιού για σύντομη δίκη παραβιάστηκε κατάφωρα» και κάνει λόγο «για προβληματική καθυστέρηση που παρατηρείται στην ποινική διαδικασία και για εναλλαγές στους δημόσιους κατηγόρους/δικηγόρους της δημοκρατίας που χειρίζονται την υπόθεση».
Όπως αναφέρει η Επίτροπος «φαίνεται ότι δεν έχουν ληφθεί ή/και λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη του νομοθετικού πλαισίου, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας κατά την εκδίκαση υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης/εκμετάλλευσης παιδιού, ως επιβάλλεται».
Προσθέτει πως «παρά το γεγονός ότι, ορθά η δίκη αποφασίστηκε να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 91(Ι)/2014, εντούτοις, ο αποκλεισμός και της μητέρας ή άλλων μελών της οικογένειας του παιδιού - θύματος από τη διαδικασία δημιουργεί ερωτηματικά κατά πόσο ήταν προς το συμφέρον του παιδιού».
Και αυτό, «λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση των γονέων/κηδεμόνων να εκπροσωπούν το παιδί στη διαδικασία και να λαμβάνουν αποφάσεις εκ μέρους του παιδιού αναφορικά με οτιδήποτε αφορά τη διαδικασία, εκεί και όπου ο ρόλος του ως θύμα το επιτρέπει».
Η Επίτροπος διευκρινίζει «ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μου που να υποδηλώνει ότι οι γονείς δεν ήταν σε θέση να εκπροσωπήσουν τα δικαιώματά του παιδιού τους στη διαδικασία και, ως εκ τούτου, να χάνουν το δικαίωμά τους να παρακολουθήσουν τη δικαστική διαδικασία.»
Εξηγεί ότι «σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42(1) του Νόμου 91(Ι)/2014 και του 23 (2)(γ)(i) του Νόμου 51(Ι)/2016, οι γονείς αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού μόνο λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος ή εφόσον είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του».
Όπως αναφέρει η κ. Κουρσουμπά, «ανεξάρτητα από το κατά πόσο η μητέρα παρακολουθούσε τις δικασίμους ή μη, είχε δικαίωμα σε ενημέρωση αναφορικά με την πορεία της υπόθεσης, ενώ σημειώνεται ότι το παιδί και ο ασκών τη γονική ευθύνη ή ο άλλος νόμιμος εκπρόσωπός του, εφόσον υπάρχει, ενημερώνονται για τυχόν μέτρα ή δικαιώματα που αφορούν συγκεκριμένα το παιδί».
Προσθέτει ότι «η ίδια η μητέρα αναφέρει ότι η ενημέρωση που λάμβανε αναφορικά με την υπόθεση δεν ήταν ικανοποιητική ούτε σταθερή σε όλη την διαδικασία, ενώ παρατηρήθηκε μια φθίνουσα πορεία της ενημέρωσης εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας».
Στις επισημάνσεις της η Επίτροπος αναφέρει και το ότι «ιδιαίτερα προβληματική είναι, επίσης, η όλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην ποινική διαδικασία, η οποία σύμφωνα με την δικηγόρο της δημοκρατίας που χειρίζεται την υπόθεση, οφείλεται στις αναβολές τις οποίες αιτείται ο κατηγορούμενος και λόγω του φόρτου εργασίας του Δικαστηρίου».
«Τονίζω ότι ο Νόμος 91(Ι)/2014 επιβάλλει ταχεία εκδίκαση υποθέσεων τέτοιας φύσης για ελαχιστοποίηση της επαναθυματοποίησης του παιδιού, η οποία δεν προκύπτει μόνο από τον αριθμό των παρουσιών του στο Δικαστήριο ως τέτοιες, αλλά και από το γεγονός ότι η όλη διαδικασία παραμένει σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας αισθήματα άγχους και έντασης στο παιδί και στους γονείς του μέχρι την κατάληξή της» συνεχίζει η ανακοίνωση.
Όπως σημειώνει η Επίτροπος «από την απάντηση της Νομικής Υπηρεσίας δεν προκύπτει κατά πόσο ηγέρθηκαν ενστάσεις εκ μέρους της δημόσιας κατηγόρου αναφορικά με τα αιτήματα αναβολής, ούτε αναφέρονται οι λόγοι της αιτούμενης αναβολής και κατά πόσο αυτά ήταν αιτιολογημένα».
Αναφέρει, επίσης, «ότι το θέμα των καθυστερήσεων αφορά και τα ίδια τα Δικαστήρια και τη Δικαστική Εξουσία εν γένει και για το σκοπό αυτό το παρόν θα κοινοποιηθεί προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης».
Περαιτέρω, η κ. Κουρσουμπά, αναφέρει ότι «στα πιο πάνω προστίθενται και οι εναλλαγές στους δημόσιους κατηγόρους/δικηγόρους της δημοκρατίας που χειρίζονται την υπόθεση στις δικαστικές διαδικασίες, αφού φαίνεται να υπήρξε εναλλαγή τουλάχιστον τριών δημόσιων κατηγόρων ή/και Δικηγόρων της Δημοκρατίας οι οποίοι είχαν διαφορετική προσέγγιση, όσον αφορά την ενημέρωση του παιδιού και της οικογένειας και γενικά την επαφή με το θύμα».
Ως εκ τούτου, συνεχίζει, «η σχέση εμπιστοσύνης του παιδιού θύματος και της οικογένειάς του με το σύστημα δικαιοσύνης αποδυναμώνεται».
Μελετώντας τη συγκεκριμένη υπόθεση, η Επίτροπος επισημαίνει ότι «ενώ η παραπομπή της εκδίκασης της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο σε Επαρχιακό Δικαστήριο φαίνεται να έγινε με βάση συγκεκριμένη αιτιολογία -για σκοπούς επίσπευσης της διαδικασίας- αυτό όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά το δικαίωμα του παιδιού για σύντομη δίκη παραβιάστηκε κατάφωρα».
Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί η κ. Κουρσουμπά, «η κατηγορούσα Αρχή δεν φαίνεται να είχε φέρει ποτέ ένσταση στις ζητηθείσες αναβολές αλλά ούτε το Δικαστήριο να κατέβαλε προσπάθεια αποφυγής τους».
Επιπρόσθετα, «η παραπομπή υπόθεσης που αφορά σε σεξουαλική κακοποίηση εννιάχρονου παιδιού, από το Κακουργιοδικείο σε Επαρχιακό Δικαστήριο, έχω την άποψη ότι αφαιρεί από τη δέουσα βαρύτητα που πρέπει να δίνεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις και δεν αντανακλά μια αυστηρή αντιμετώπιση του κράτους σε σχέση με την προστασία παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση ή εκμετάλλευση» αναφέρει η Επίτροπος.
Πρόκειται, υποδεικνύει, «για υποχρέωση που απορρέει τόσο από την εθνική νομοθεσία όσο και από τις διεθνείς Συμβάσεις και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τα οποία υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας».
Η Επίτροπος τοποθετείται και όσον αφορά την ετυμηγορία του σημειώνοντας πως «έχω την άποψη ότι το γεγονός ότι ο θύτης μόνο σε μία περίπτωση κακοποίησε σεξουαλικά το συγκεκριμένο εννιάχρονο παιδί δεν θα έπρεπε να αποτελεί κριτήριο βάσει του οποίου το κράτος να καθορίζει τη θέση του ως προς το κατά πόσο η υπόθεση θα πρέπει να εκδικαστεί από το Κακουργιοδικείο ή το Επαρχιακό Δικαστήριο».
Δεδομένου, συνεχίζει η κ. Κουρσουμπά, «ότι αποτελεί υποχρέωση του κράτους να επιδεικνύει μηδενική ανοχή σε τέτοιους είδους αδικήματα και να διαμηνύει με την στάση του και τις αποφάσεις του ότι τα αντιμετωπίζει με την αυστηρότητα που τους αρμόζει».
Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού αναφέρει ότι «η συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και άλλες περιπτώσεις για τις οποίες μου έχουν υποβληθεί παράπονα για παρόμοιας φύσης θέματα, αναδεικνύουν τα προβλήματα που υφίστανται αναφορικά με τη θέση των παιδιών θυμάτων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, η οποία σύμφωνα με τον Νόμο 91(Ι)/2014 περιλαμβάνει, πέραν της ποινικής διαδικασίας, όλες τις επαφές που πραγματοποιεί το θύμα υπό την ιδιότητα του θύματος, με κάθε Αρχή, δημόσια Υπηρεσία ή οργάνωση υποστήριξης θυμάτων, σε σχέση με την υπόθεσή του, πριν, κατά ή μετά την ποινική διαδικασία».
Σημειώνει πως «είναι απαραίτητο όπως η Νομική Υπηρεσία σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης καθώς και το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάσουν το όλο θέμα σφαιρικά και να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, τόσο από ουσιαστικής όσο και διαδικαστικής άποψης, για να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων των παιδιών θυμάτων αδικημάτων και ιδιαίτερα σοβαρών αδικημάτων όπως η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση στο πλαίσιο της διαδικασίας».
Σημειώνει επίσης ότι «το δικαίωμα του παιδιού για σύντομη δίκη παραβιάστηκε κατάφωρα» και κάνει λόγο «για προβληματική καθυστέρηση που παρατηρείται στην ποινική διαδικασία και για εναλλαγές στους δημόσιους κατηγόρους/δικηγόρους της δημοκρατίας που χειρίζονται την υπόθεση».
Όπως αναφέρει η Επίτροπος «φαίνεται ότι δεν έχουν ληφθεί ή/και λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη του νομοθετικού πλαισίου, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας κατά την εκδίκαση υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης/εκμετάλλευσης παιδιού, ως επιβάλλεται».
Προσθέτει πως «παρά το γεγονός ότι, ορθά η δίκη αποφασίστηκε να διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 91(Ι)/2014, εντούτοις, ο αποκλεισμός και της μητέρας ή άλλων μελών της οικογένειας του παιδιού - θύματος από τη διαδικασία δημιουργεί ερωτηματικά κατά πόσο ήταν προς το συμφέρον του παιδιού».
Και αυτό, «λαμβάνοντας υπόψη ότι αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση των γονέων/κηδεμόνων να εκπροσωπούν το παιδί στη διαδικασία και να λαμβάνουν αποφάσεις εκ μέρους του παιδιού αναφορικά με οτιδήποτε αφορά τη διαδικασία, εκεί και όπου ο ρόλος του ως θύμα το επιτρέπει».
Η Επίτροπος διευκρινίζει «ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μου που να υποδηλώνει ότι οι γονείς δεν ήταν σε θέση να εκπροσωπήσουν τα δικαιώματά του παιδιού τους στη διαδικασία και, ως εκ τούτου, να χάνουν το δικαίωμά τους να παρακολουθήσουν τη δικαστική διαδικασία.»
Εξηγεί ότι «σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42(1) του Νόμου 91(Ι)/2014 και του 23 (2)(γ)(i) του Νόμου 51(Ι)/2016, οι γονείς αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού μόνο λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος ή εφόσον είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του».
Όπως αναφέρει η κ. Κουρσουμπά, «ανεξάρτητα από το κατά πόσο η μητέρα παρακολουθούσε τις δικασίμους ή μη, είχε δικαίωμα σε ενημέρωση αναφορικά με την πορεία της υπόθεσης, ενώ σημειώνεται ότι το παιδί και ο ασκών τη γονική ευθύνη ή ο άλλος νόμιμος εκπρόσωπός του, εφόσον υπάρχει, ενημερώνονται για τυχόν μέτρα ή δικαιώματα που αφορούν συγκεκριμένα το παιδί».
Προσθέτει ότι «η ίδια η μητέρα αναφέρει ότι η ενημέρωση που λάμβανε αναφορικά με την υπόθεση δεν ήταν ικανοποιητική ούτε σταθερή σε όλη την διαδικασία, ενώ παρατηρήθηκε μια φθίνουσα πορεία της ενημέρωσης εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας».
Στις επισημάνσεις της η Επίτροπος αναφέρει και το ότι «ιδιαίτερα προβληματική είναι, επίσης, η όλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην ποινική διαδικασία, η οποία σύμφωνα με την δικηγόρο της δημοκρατίας που χειρίζεται την υπόθεση, οφείλεται στις αναβολές τις οποίες αιτείται ο κατηγορούμενος και λόγω του φόρτου εργασίας του Δικαστηρίου».
«Τονίζω ότι ο Νόμος 91(Ι)/2014 επιβάλλει ταχεία εκδίκαση υποθέσεων τέτοιας φύσης για ελαχιστοποίηση της επαναθυματοποίησης του παιδιού, η οποία δεν προκύπτει μόνο από τον αριθμό των παρουσιών του στο Δικαστήριο ως τέτοιες, αλλά και από το γεγονός ότι η όλη διαδικασία παραμένει σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας αισθήματα άγχους και έντασης στο παιδί και στους γονείς του μέχρι την κατάληξή της» συνεχίζει η ανακοίνωση.
Όπως σημειώνει η Επίτροπος «από την απάντηση της Νομικής Υπηρεσίας δεν προκύπτει κατά πόσο ηγέρθηκαν ενστάσεις εκ μέρους της δημόσιας κατηγόρου αναφορικά με τα αιτήματα αναβολής, ούτε αναφέρονται οι λόγοι της αιτούμενης αναβολής και κατά πόσο αυτά ήταν αιτιολογημένα».
Αναφέρει, επίσης, «ότι το θέμα των καθυστερήσεων αφορά και τα ίδια τα Δικαστήρια και τη Δικαστική Εξουσία εν γένει και για το σκοπό αυτό το παρόν θα κοινοποιηθεί προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης».
Περαιτέρω, η κ. Κουρσουμπά, αναφέρει ότι «στα πιο πάνω προστίθενται και οι εναλλαγές στους δημόσιους κατηγόρους/δικηγόρους της δημοκρατίας που χειρίζονται την υπόθεση στις δικαστικές διαδικασίες, αφού φαίνεται να υπήρξε εναλλαγή τουλάχιστον τριών δημόσιων κατηγόρων ή/και Δικηγόρων της Δημοκρατίας οι οποίοι είχαν διαφορετική προσέγγιση, όσον αφορά την ενημέρωση του παιδιού και της οικογένειας και γενικά την επαφή με το θύμα».
Ως εκ τούτου, συνεχίζει, «η σχέση εμπιστοσύνης του παιδιού θύματος και της οικογένειάς του με το σύστημα δικαιοσύνης αποδυναμώνεται».
Μελετώντας τη συγκεκριμένη υπόθεση, η Επίτροπος επισημαίνει ότι «ενώ η παραπομπή της εκδίκασης της υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο σε Επαρχιακό Δικαστήριο φαίνεται να έγινε με βάση συγκεκριμένη αιτιολογία -για σκοπούς επίσπευσης της διαδικασίας- αυτό όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά το δικαίωμα του παιδιού για σύντομη δίκη παραβιάστηκε κατάφωρα».
Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί η κ. Κουρσουμπά, «η κατηγορούσα Αρχή δεν φαίνεται να είχε φέρει ποτέ ένσταση στις ζητηθείσες αναβολές αλλά ούτε το Δικαστήριο να κατέβαλε προσπάθεια αποφυγής τους».
Επιπρόσθετα, «η παραπομπή υπόθεσης που αφορά σε σεξουαλική κακοποίηση εννιάχρονου παιδιού, από το Κακουργιοδικείο σε Επαρχιακό Δικαστήριο, έχω την άποψη ότι αφαιρεί από τη δέουσα βαρύτητα που πρέπει να δίνεται σε τέτοιου είδους υποθέσεις και δεν αντανακλά μια αυστηρή αντιμετώπιση του κράτους σε σχέση με την προστασία παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση ή εκμετάλλευση» αναφέρει η Επίτροπος.
Πρόκειται, υποδεικνύει, «για υποχρέωση που απορρέει τόσο από την εθνική νομοθεσία όσο και από τις διεθνείς Συμβάσεις και το ευρωπαϊκό δίκαιο, τα οποία υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας».
Η Επίτροπος τοποθετείται και όσον αφορά την ετυμηγορία του σημειώνοντας πως «έχω την άποψη ότι το γεγονός ότι ο θύτης μόνο σε μία περίπτωση κακοποίησε σεξουαλικά το συγκεκριμένο εννιάχρονο παιδί δεν θα έπρεπε να αποτελεί κριτήριο βάσει του οποίου το κράτος να καθορίζει τη θέση του ως προς το κατά πόσο η υπόθεση θα πρέπει να εκδικαστεί από το Κακουργιοδικείο ή το Επαρχιακό Δικαστήριο».
Δεδομένου, συνεχίζει η κ. Κουρσουμπά, «ότι αποτελεί υποχρέωση του κράτους να επιδεικνύει μηδενική ανοχή σε τέτοιους είδους αδικήματα και να διαμηνύει με την στάση του και τις αποφάσεις του ότι τα αντιμετωπίζει με την αυστηρότητα που τους αρμόζει».
Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού αναφέρει ότι «η συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και άλλες περιπτώσεις για τις οποίες μου έχουν υποβληθεί παράπονα για παρόμοιας φύσης θέματα, αναδεικνύουν τα προβλήματα που υφίστανται αναφορικά με τη θέση των παιδιών θυμάτων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, η οποία σύμφωνα με τον Νόμο 91(Ι)/2014 περιλαμβάνει, πέραν της ποινικής διαδικασίας, όλες τις επαφές που πραγματοποιεί το θύμα υπό την ιδιότητα του θύματος, με κάθε Αρχή, δημόσια Υπηρεσία ή οργάνωση υποστήριξης θυμάτων, σε σχέση με την υπόθεσή του, πριν, κατά ή μετά την ποινική διαδικασία».
Σημειώνει πως «είναι απαραίτητο όπως η Νομική Υπηρεσία σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης καθώς και το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάσουν το όλο θέμα σφαιρικά και να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα, τόσο από ουσιαστικής όσο και διαδικαστικής άποψης, για να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων των παιδιών θυμάτων αδικημάτων και ιδιαίτερα σοβαρών αδικημάτων όπως η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση στο πλαίσιο της διαδικασίας».
Πηγή ΚΥΠΕ