Χρ. Τριανταφυλλίδης: Δεν υπάρχει νομικό πρόβλημα με την έδρα στη Λεμεσό
11:29 - 11 Μαΐου 2018
«Η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι η τροποποίηση του Συντάγματος ή η ψήφιση νέου Νόμου και ο Έφορος Εκλογής θα πρέπει να εφαρμόσει την ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο Νομοθεσία και την απόφαση του Εκλογοδικείου με πραγματικό υπόβαθρο το πώς ψήφισε ο λαός», υποστηρίζει σε τοποθέτησή του επί του θέματος που προκύπτει με βουλευτική έδρα της Αλληλεγγύης στη Λεμεσό, ο νομικός Χρίστος Τριανταφυλλίδης.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, τονίζει συναφώς πως δεν υφίσταται κενό που να καθιστά αναγκαία τη διενέργεια οποιασδήποτε τροποποίησης ή ψήφισης νέου Νόμου.
Σημειώνοντας πως ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει τη τροποποίηση του Συντάγματος ως τη πλέον δόκιμη λύση, ο Χρίστος Τριανταφυλλίδης εκφράζει την άποψη πως αυτό είναι μη επιθυμητό, τόσο για πολιτικούς όσο και για νομικούς λόγους.
Αυτούσια η παρέμβαση του νομικού Χρίστου Τριανταφυλλίδη:
«Το ζήτημα της κενωθείσας Βουλευτικής Έδρας στη Λεμεσό ταλανίζει εδώ και καιρό τους πολιτικούς και νομικούς κύκλους και γενικότερα τη Κυπριακή κοινωνία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε την άποψη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την ιδιότητα του ως Εκλογοδικείο ‘’λανθασμένα’’ προέκτεινε την απόφαση του πέραν του ζητούμενου και θεώρησε την εκλογική διαδικασία άκυρη εξ υπαρχής αναφορικά με το Κίνημα Αλληλεγγύη αναφορικά με το συγκεκριμένο στάδιο της εκλογικής διαδικασίας εις την Επαρχία Λεμεσού, το οποίο δεν ήτο το αντικείμενο της Αίτησης ενώπιο του.
Ενώπιο του Δικαστηρίου, είπε, τίθεντο μόνο οι επιπτώσεις από τη μη κατάληψη της έδρας από τη κ. Θεοχάρους υπό τις συνθήκες που αυτό έλαβε χώρα (και κατά προέκταση την ύπαρξη κενού στο Νόμο) και όχι ο τρόπος που διενεργήθηκε το σύστημα κατανομής των βουλευτικών εδρών με βάση πρόνοια του Νόμου που δεν κρίθηκε αντισυνταγματική.
Το αποτέλεσμα του ‘’λάθους’’ ήτο να θεωρήσει το Εκλογοδικείο ότι η βουλευτική έδρα δεν κατανεμήθηκε νόμιμα στην Αλληλεγγύη. Αυτό αναφέρεται ρητά εις τις σελίδες 10-11 της απόφασης του Εκλογοδικείου («…η έδρα ουδέποτε περιήλθε νόμιμα και στο Κίνημα Αλληλεγγύη…».)
Όμως αυτή είναι η απόφαση του Δικαστηρίου και η λύση οφείλει να εξευρεθεί με βάση αυτήν και βέβαια το υφιστάμενο νομικό υπόβαθρο που είναι ο Εκλογικός Νόμος, ως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ο οποίος δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει τη τροποποίηση του Συντάγματος ως τη πλέον δόκιμη λύση. Έχω την άποψη ότι αυτό είναι μη επιθυμητό τόσο για πολιτικούς όσο και για νομικούς λόγους.
Δια πολιτικούς λόγους διότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος Νόμος του Κράτους (το θεμέλιο της ύπαρξης του κάτι το οποίο εις τα δοσμένα δεδομένα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ιδιαίτερη σημασία).
Οφείλει να διενεργείται με φειδώ και δη εις τας περιπτώσεις που επιβάλλεται και που καταλήγουν προς όφελος του Κράτους (όπως π.χ. εις τις περιπτώσεις που συνδέοντο με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας εις την Ευρωπαϊκή Ένωση). Οι δέκα μέχρι σήμερα τροποποιήσεις του Συντάγματος δεν είναι ότι το καλύτερο.
Δια νομικούς λόγους διότι και πάλι δυνατόν να εγερθεί ζήτημα αναδρομικότητας το οποίο ενδεχόμενα να κριθεί νομικά ενώπιο Δικαστηρίων εκτός Κύπρου (π.χ. το ΕΔΑΔ) αφού εις τη Κύπρο, δεδομένου ότι θα είναι το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο θα τροποποιηθεί αναδρομικά, ενδεχόμενα να μην δύναται να εγερθεί το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας του νέου Νόμου που θα ψηφισθεί κατ’ ακολουθία της τροποποίησης του Συντάγματος. Όμως επειδή θα επηρεαστούν ατομικά δικαιώματα η προσφυγή εις το ΕΔΑΔ είναι πιθανό ενδεχόμενο, εάν το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίψει δικαστικό αίτημα από τυχόν επηρεαζόμενο πρόσωπο.
Επί του πρακτέου και δεδομένης της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο αποφάσισε ως προανάφερα (το ενδεχόμενο «λανθασμένο» έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία) ότι δηλαδή η ακυρότητα επηρεάζει και την κατανομή της βουλευτικής έδρας εις το Κίνημα Αλληλεγγύη έχω τη γνώμη ότι η ενδεδειγμένη λύση είναι να ισχύσει η βούληση του εκλογικού Σώματος.
Το Εκλογοδικείο αναφέρει το στοιχείο αυτό ως διάσπαρτο εις το Σύνταγμα. Κατ’ ακολουθία να εφαρμοσθεί ο Εκλογικός Νόμος με βάση τους αριθμούς των ψήφων που έλαβαν τα Κόμματα με βάση τον Εκλογικό Νόμο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Κατ’ αυτό τον τρόπο εφαρμόζεται η απόφαση του Εκλογοδικείου το οποίο πιθανότατα αυτό εννοούσε όταν απεφάσισε ότι είναι άκυρη και η κατανομή της βουλευτικής έδρας και εις την Αλληλεγγύη δεδομένης της μη ανάληψης της από την κα Θεοχάρους.
Επέκτεινε δηλαδή την ενέργεια ή παράλειψη της κας Θεοχάρους να δώσει τη νενομισμένη διαβεβαίωση, όχι μόνο στα πρόσωπα αλλά και στο Κόμμα. Αν λάβει δε υπόψη κάποιος το γεγονός ότι με το αναλογικό σύστημα οι ψήφοι ανήκουν εις τα Κόμματα και όχι τα πρόσωπα, αυτό είναι ενδεχόμενα ορθό.
Κατ’ επέκταση η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι η τροποποίηση του Συντάγματος ή η ψήφιση νέου Νόμου και ο Έφορος Εκλογής θα πρέπει να εφαρμόσει την ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο Νομοθεσία και την απόφαση του Εκλογοδικείου με πραγματικό υπόβαθρο το πώς ψήφισε ο λαός. Δεν υφίσταται δηλαδή κενό που να καθιστά αναγκαία τη διενέργεια οποιασδήποτε τροποποίησης ή ψήφισης νέου Νόμου».
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, τονίζει συναφώς πως δεν υφίσταται κενό που να καθιστά αναγκαία τη διενέργεια οποιασδήποτε τροποποίησης ή ψήφισης νέου Νόμου.
Σημειώνοντας πως ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει τη τροποποίηση του Συντάγματος ως τη πλέον δόκιμη λύση, ο Χρίστος Τριανταφυλλίδης εκφράζει την άποψη πως αυτό είναι μη επιθυμητό, τόσο για πολιτικούς όσο και για νομικούς λόγους.
Αυτούσια η παρέμβαση του νομικού Χρίστου Τριανταφυλλίδη:
«Το ζήτημα της κενωθείσας Βουλευτικής Έδρας στη Λεμεσό ταλανίζει εδώ και καιρό τους πολιτικούς και νομικούς κύκλους και γενικότερα τη Κυπριακή κοινωνία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εξέφρασε την άποψη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την ιδιότητα του ως Εκλογοδικείο ‘’λανθασμένα’’ προέκτεινε την απόφαση του πέραν του ζητούμενου και θεώρησε την εκλογική διαδικασία άκυρη εξ υπαρχής αναφορικά με το Κίνημα Αλληλεγγύη αναφορικά με το συγκεκριμένο στάδιο της εκλογικής διαδικασίας εις την Επαρχία Λεμεσού, το οποίο δεν ήτο το αντικείμενο της Αίτησης ενώπιο του.
Ενώπιο του Δικαστηρίου, είπε, τίθεντο μόνο οι επιπτώσεις από τη μη κατάληψη της έδρας από τη κ. Θεοχάρους υπό τις συνθήκες που αυτό έλαβε χώρα (και κατά προέκταση την ύπαρξη κενού στο Νόμο) και όχι ο τρόπος που διενεργήθηκε το σύστημα κατανομής των βουλευτικών εδρών με βάση πρόνοια του Νόμου που δεν κρίθηκε αντισυνταγματική.
Το αποτέλεσμα του ‘’λάθους’’ ήτο να θεωρήσει το Εκλογοδικείο ότι η βουλευτική έδρα δεν κατανεμήθηκε νόμιμα στην Αλληλεγγύη. Αυτό αναφέρεται ρητά εις τις σελίδες 10-11 της απόφασης του Εκλογοδικείου («…η έδρα ουδέποτε περιήλθε νόμιμα και στο Κίνημα Αλληλεγγύη…».)
Όμως αυτή είναι η απόφαση του Δικαστηρίου και η λύση οφείλει να εξευρεθεί με βάση αυτήν και βέβαια το υφιστάμενο νομικό υπόβαθρο που είναι ο Εκλογικός Νόμος, ως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ο οποίος δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει τη τροποποίηση του Συντάγματος ως τη πλέον δόκιμη λύση. Έχω την άποψη ότι αυτό είναι μη επιθυμητό τόσο για πολιτικούς όσο και για νομικούς λόγους.
Δια πολιτικούς λόγους διότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος Νόμος του Κράτους (το θεμέλιο της ύπαρξης του κάτι το οποίο εις τα δοσμένα δεδομένα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ιδιαίτερη σημασία).
Οφείλει να διενεργείται με φειδώ και δη εις τας περιπτώσεις που επιβάλλεται και που καταλήγουν προς όφελος του Κράτους (όπως π.χ. εις τις περιπτώσεις που συνδέοντο με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας εις την Ευρωπαϊκή Ένωση). Οι δέκα μέχρι σήμερα τροποποιήσεις του Συντάγματος δεν είναι ότι το καλύτερο.
Δια νομικούς λόγους διότι και πάλι δυνατόν να εγερθεί ζήτημα αναδρομικότητας το οποίο ενδεχόμενα να κριθεί νομικά ενώπιο Δικαστηρίων εκτός Κύπρου (π.χ. το ΕΔΑΔ) αφού εις τη Κύπρο, δεδομένου ότι θα είναι το ίδιο το Σύνταγμα το οποίο θα τροποποιηθεί αναδρομικά, ενδεχόμενα να μην δύναται να εγερθεί το επιχείρημα της αντισυνταγματικότητας του νέου Νόμου που θα ψηφισθεί κατ’ ακολουθία της τροποποίησης του Συντάγματος. Όμως επειδή θα επηρεαστούν ατομικά δικαιώματα η προσφυγή εις το ΕΔΑΔ είναι πιθανό ενδεχόμενο, εάν το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίψει δικαστικό αίτημα από τυχόν επηρεαζόμενο πρόσωπο.
Επί του πρακτέου και δεδομένης της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο αποφάσισε ως προανάφερα (το ενδεχόμενο «λανθασμένο» έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία) ότι δηλαδή η ακυρότητα επηρεάζει και την κατανομή της βουλευτικής έδρας εις το Κίνημα Αλληλεγγύη έχω τη γνώμη ότι η ενδεδειγμένη λύση είναι να ισχύσει η βούληση του εκλογικού Σώματος.
Το Εκλογοδικείο αναφέρει το στοιχείο αυτό ως διάσπαρτο εις το Σύνταγμα. Κατ’ ακολουθία να εφαρμοσθεί ο Εκλογικός Νόμος με βάση τους αριθμούς των ψήφων που έλαβαν τα Κόμματα με βάση τον Εκλογικό Νόμο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Κατ’ αυτό τον τρόπο εφαρμόζεται η απόφαση του Εκλογοδικείου το οποίο πιθανότατα αυτό εννοούσε όταν απεφάσισε ότι είναι άκυρη και η κατανομή της βουλευτικής έδρας και εις την Αλληλεγγύη δεδομένης της μη ανάληψης της από την κα Θεοχάρους.
Επέκτεινε δηλαδή την ενέργεια ή παράλειψη της κας Θεοχάρους να δώσει τη νενομισμένη διαβεβαίωση, όχι μόνο στα πρόσωπα αλλά και στο Κόμμα. Αν λάβει δε υπόψη κάποιος το γεγονός ότι με το αναλογικό σύστημα οι ψήφοι ανήκουν εις τα Κόμματα και όχι τα πρόσωπα, αυτό είναι ενδεχόμενα ορθό.
Κατ’ επέκταση η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι η τροποποίηση του Συντάγματος ή η ψήφιση νέου Νόμου και ο Έφορος Εκλογής θα πρέπει να εφαρμόσει την ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο Νομοθεσία και την απόφαση του Εκλογοδικείου με πραγματικό υπόβαθρο το πώς ψήφισε ο λαός. Δεν υφίσταται δηλαδή κενό που να καθιστά αναγκαία τη διενέργεια οποιασδήποτε τροποποίησης ή ψήφισης νέου Νόμου».