Στην Κύπρο ακόμη θα τον VARούσαν!
13:02 - 21 Μαΐου 2018

Ο προχθεσινός τελικός του κυπέλλου Γερμανίας σημαδεύτηκε από μία φάση -και δεν ήταν κάποιο από τα τρία τέρματα της θριαμβεύτριας Φρανκφούρτης. Ήταν το πέναλτι που αρνήθηκε να δώσει ο Φέλιξ Τσβάιερ στην Μπάγερν στο τρίτο λεπτό των καθυστερήσεων και με το σκορ στο 2-1 εις βάρος των Βαυαρών.
Ακόμη και για όσους (λίγους) δεν το αντιλήφθηκαν στη ζωντανή ροή του αγώνα, η ΜΙΑ επαναληπτική προβολή που έδωσε ο Γερμανός σκηνοθέτης ήταν επαρκής για να πειστούν ότι ο Μπόατενγκ δεν βρίσκει μπάλα, αλλά κλωτσά στο πόδι τον Μαρτίνεθ.
Ο Τσβάιερ, ως όφειλε, «κατέφυγε» στο Video Assistant Referee (VAR), όμως για κακή του τύχη ο τηλεοπτικός φακός τον ακολούθησε τη στιγμή που είδε τη φάση σε επανάληψη στην οθόνη. Και μολονότι είδε -τόσο σε αργή όσο και σε γρήγορη κίνηση- ακριβώς την ίδια προβολή που είχαν δει και οι τηλεθεατές, η ετυμηγορία του ήταν… κόρνερ!
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΑΧΗ ΣΚΗΝΗ ΜΕΤΑΞΥ 08:20 ΚΑΙ 09.00 ΣΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΒΙΝΤΕΟ:
Απόλυτα σίγουρος!
Μετά το παιχνίδι ο διαιτητής δεν θέλησε να μιλήσει για την απόφασή του, αντ’ αυτού μίλησαν (εκτός από τους Βαυαρούς, όπως ήταν αναμενόμενο) οι Νίκο Κόβατς και Κέβιν-Πρινς Μπόατενγκ. «Αυτή ήταν μάλλον η τύχη του ικανού, διότι το πέναλτι μπορεί να δοθεί», σχολίασε ο τεχνικός της Άιντραχτ, «Τον χτυπώ εντελώς καθαρά. Όταν ο διαιτητής έτρεξε στην οθόνη, σκέφτηκα ότι τώρα θα καταλογιστεί πέναλτι. Πρέπει να έχεις και λίγη τύχη», πρόσθεσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο άσος των «αετών».
Την αποκάλυψη-σοκ, ωστόσο, έκανε ο Γιόζουα Κίμιχ δημοσιοποιώντας μια κουβέντα του με τον Τσβάιερ μετά το τέλος του αγώνα: «Τον ρώτησα αν ήταν απόλυτα σίγουρος για την απόφασή του. Και ήταν απόλυτα σίγουρος»!
Μία ή άλλη, ακατάλληλος
Πριν τον τελικό ο διαιτητής σχολίαζε για το VAR: «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι θα υπάρξουν στιγμές που θα είμαι χαρούμενος, διότι θα έχω μια δεύτερη ματιά ή μια άλλη οπτική γωνία». Μετά το τέλος, ο Τσβάιερ είναι παντελώς εκτεθειμένος ακριβώς ένεκα της τεχνολογίας.
Χωρίς αυτήν, η πλειονότητα θα αποφαινόταν ότι ήταν μια δύσκολη φάση να τη δει σε πραγματική ταχύτητα και τόσο η ποσότητα όσο και η βαρύτητα της κατηγορίας θα μειώνονταν στο ελάχιστο. Αφ’ ότου όμως είδε την επαναληπτική προβολή, η εναντίον του μομφή ισχύει στο πολλαπλάσιο. Το ενδεχόμενο λάθους απαλείφεται και πλέον η κουβέντα κυμαίνεται μεταξύ ανικανότητας και σκοπιμότητας, σε κάθε περίπτωση ακαταλληλότητας!
Το υπόβαθρο της προκατάληψης
Πού οδηγεί μια τέτοια κουβέντα, μπορεί ν’ αντιληφθεί κάποιος από ένα χαρακτηριστικό άρθρο της BILD στη χθεσινή της έκδοση. Σε αυτό αναφέρεται πως ο Τσβάιερ ήταν σε δίλημμα ήδη από το πρώτο σφύριγμα, διότι στο β’ γύρο είχε ευνοήσει την Μπάγερν στον αγώνα με τη Λειψία ανακαλώντας ένα κανονικό πέναλτι των γηπεδούχων και αποβάλλοντας υπερβολικά εύκολα τον Κεϊτά.
«Η λαϊκή ψυχή έβραζε, η άσχημη φράση μπόνους της Μπάγερν ήταν ξανά στο στόμα όλων. Αυτήν την πίεση αισθάνθηκε φυσικά ο Τσβάιερ στις καθυστερήσεις: σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να του λένε ξανά εκ των υστέρων ότι ευνοεί τους Βαυαρούς. Αυτή είναι η μόνη λογική εξήγηση, πώς σε μια τόσο καθαρή φάση κατέληξε σε μια τόσο καταστροφική λάθος απόφαση. Η πιο αργοπορημένη συμβιβαστική απόφαση όλων των εποχών!
Το ποδόσφαιρο όμως δεν λειτουργεί έτσι, με αυτόν τον τρόπο ουδέποτε πρέπει να σκέφτεται ένας διαιτητής.
Διότι τότε συμβαίνει ακριβώς αυτό που ζήσαμε στο Βερολίνο: ο διαιτητής υποπίπτει στο επόμενο κολοσσιαίο λάθος και μπαίνει σ’ ένα επικίνδυνο και πλέον ασταμάτητο σπιράλ συμβιβαστικών αποφάσεων. Η συνέπεια: το ένα λάθος μετά το άλλο».
Η διαχείριση της βεβαιότητας
Με αυτόν τον τρόπο κρίθηκε ένας τελικός, άρα ένας τίτλος, στη Γερμανία. Άπαντες μπορούν εύκολα να αναλογιστούν τι θα είχε λεχθεί και γραφτεί, αν αυτό το λάθος γινόταν εις βάρος του αουτσάιντερ και υπέρ του φαβορί.
Ακόμη πιο εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος τι θα είχε συμβεί σε ανάλογη περίπτωση στην Κύπρο. Ένας τελικός πρωταθλήματος ή κυπέλλου, ένας τίτλος, να κριθεί από τη λανθασμένη απόφαση ενός διαιτητή, ακόμη και αφού έχει κάνει χρήση του VAR!
Ακόμη κι αν -για χάρη συζήτησης- υποτεθεί ότι η οργή των αδικημένων (παικτών, προπονητών, οπαδών) κινηθεί σε κόσμια πλαίσια, τι θα συμβεί με τη διαχείριση της βεβαιότητας πλέον πως ο διαιτητής είναι είτε παντελώς ανίκανος ή ξεκάθαρα πρόθυμος να ευνοήσει τη μία ομάδα;
Εδώ υπάρχει πρόβλημα με τη διαχείριση της αμφιβολίας για την ικανότητα ή ακεραιότητα ενός διαιτητή. Σκεφτείτε τι έχει να γίνει, αν η αμφιβολία μετατραπεί σε βεβαιότητα…
Ακόμη και για όσους (λίγους) δεν το αντιλήφθηκαν στη ζωντανή ροή του αγώνα, η ΜΙΑ επαναληπτική προβολή που έδωσε ο Γερμανός σκηνοθέτης ήταν επαρκής για να πειστούν ότι ο Μπόατενγκ δεν βρίσκει μπάλα, αλλά κλωτσά στο πόδι τον Μαρτίνεθ.
Ο Τσβάιερ, ως όφειλε, «κατέφυγε» στο Video Assistant Referee (VAR), όμως για κακή του τύχη ο τηλεοπτικός φακός τον ακολούθησε τη στιγμή που είδε τη φάση σε επανάληψη στην οθόνη. Και μολονότι είδε -τόσο σε αργή όσο και σε γρήγορη κίνηση- ακριβώς την ίδια προβολή που είχαν δει και οι τηλεθεατές, η ετυμηγορία του ήταν… κόρνερ!
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΑΧΗ ΣΚΗΝΗ ΜΕΤΑΞΥ 08:20 ΚΑΙ 09.00 ΣΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΒΙΝΤΕΟ:
Απόλυτα σίγουρος!
Μετά το παιχνίδι ο διαιτητής δεν θέλησε να μιλήσει για την απόφασή του, αντ’ αυτού μίλησαν (εκτός από τους Βαυαρούς, όπως ήταν αναμενόμενο) οι Νίκο Κόβατς και Κέβιν-Πρινς Μπόατενγκ. «Αυτή ήταν μάλλον η τύχη του ικανού, διότι το πέναλτι μπορεί να δοθεί», σχολίασε ο τεχνικός της Άιντραχτ, «Τον χτυπώ εντελώς καθαρά. Όταν ο διαιτητής έτρεξε στην οθόνη, σκέφτηκα ότι τώρα θα καταλογιστεί πέναλτι. Πρέπει να έχεις και λίγη τύχη», πρόσθεσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο άσος των «αετών».
Την αποκάλυψη-σοκ, ωστόσο, έκανε ο Γιόζουα Κίμιχ δημοσιοποιώντας μια κουβέντα του με τον Τσβάιερ μετά το τέλος του αγώνα: «Τον ρώτησα αν ήταν απόλυτα σίγουρος για την απόφασή του. Και ήταν απόλυτα σίγουρος»!
Μία ή άλλη, ακατάλληλος
Πριν τον τελικό ο διαιτητής σχολίαζε για το VAR: «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι θα υπάρξουν στιγμές που θα είμαι χαρούμενος, διότι θα έχω μια δεύτερη ματιά ή μια άλλη οπτική γωνία». Μετά το τέλος, ο Τσβάιερ είναι παντελώς εκτεθειμένος ακριβώς ένεκα της τεχνολογίας.
Χωρίς αυτήν, η πλειονότητα θα αποφαινόταν ότι ήταν μια δύσκολη φάση να τη δει σε πραγματική ταχύτητα και τόσο η ποσότητα όσο και η βαρύτητα της κατηγορίας θα μειώνονταν στο ελάχιστο. Αφ’ ότου όμως είδε την επαναληπτική προβολή, η εναντίον του μομφή ισχύει στο πολλαπλάσιο. Το ενδεχόμενο λάθους απαλείφεται και πλέον η κουβέντα κυμαίνεται μεταξύ ανικανότητας και σκοπιμότητας, σε κάθε περίπτωση ακαταλληλότητας!
Το υπόβαθρο της προκατάληψης
Πού οδηγεί μια τέτοια κουβέντα, μπορεί ν’ αντιληφθεί κάποιος από ένα χαρακτηριστικό άρθρο της BILD στη χθεσινή της έκδοση. Σε αυτό αναφέρεται πως ο Τσβάιερ ήταν σε δίλημμα ήδη από το πρώτο σφύριγμα, διότι στο β’ γύρο είχε ευνοήσει την Μπάγερν στον αγώνα με τη Λειψία ανακαλώντας ένα κανονικό πέναλτι των γηπεδούχων και αποβάλλοντας υπερβολικά εύκολα τον Κεϊτά.
«Η λαϊκή ψυχή έβραζε, η άσχημη φράση μπόνους της Μπάγερν ήταν ξανά στο στόμα όλων. Αυτήν την πίεση αισθάνθηκε φυσικά ο Τσβάιερ στις καθυστερήσεις: σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να του λένε ξανά εκ των υστέρων ότι ευνοεί τους Βαυαρούς. Αυτή είναι η μόνη λογική εξήγηση, πώς σε μια τόσο καθαρή φάση κατέληξε σε μια τόσο καταστροφική λάθος απόφαση. Η πιο αργοπορημένη συμβιβαστική απόφαση όλων των εποχών!
Το ποδόσφαιρο όμως δεν λειτουργεί έτσι, με αυτόν τον τρόπο ουδέποτε πρέπει να σκέφτεται ένας διαιτητής.
Διότι τότε συμβαίνει ακριβώς αυτό που ζήσαμε στο Βερολίνο: ο διαιτητής υποπίπτει στο επόμενο κολοσσιαίο λάθος και μπαίνει σ’ ένα επικίνδυνο και πλέον ασταμάτητο σπιράλ συμβιβαστικών αποφάσεων. Η συνέπεια: το ένα λάθος μετά το άλλο».
Η διαχείριση της βεβαιότητας
Με αυτόν τον τρόπο κρίθηκε ένας τελικός, άρα ένας τίτλος, στη Γερμανία. Άπαντες μπορούν εύκολα να αναλογιστούν τι θα είχε λεχθεί και γραφτεί, αν αυτό το λάθος γινόταν εις βάρος του αουτσάιντερ και υπέρ του φαβορί.
Ακόμη πιο εύκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος τι θα είχε συμβεί σε ανάλογη περίπτωση στην Κύπρο. Ένας τελικός πρωταθλήματος ή κυπέλλου, ένας τίτλος, να κριθεί από τη λανθασμένη απόφαση ενός διαιτητή, ακόμη και αφού έχει κάνει χρήση του VAR!
Ακόμη κι αν -για χάρη συζήτησης- υποτεθεί ότι η οργή των αδικημένων (παικτών, προπονητών, οπαδών) κινηθεί σε κόσμια πλαίσια, τι θα συμβεί με τη διαχείριση της βεβαιότητας πλέον πως ο διαιτητής είναι είτε παντελώς ανίκανος ή ξεκάθαρα πρόθυμος να ευνοήσει τη μία ομάδα;
Εδώ υπάρχει πρόβλημα με τη διαχείριση της αμφιβολίας για την ικανότητα ή ακεραιότητα ενός διαιτητή. Σκεφτείτε τι έχει να γίνει, αν η αμφιβολία μετατραπεί σε βεβαιότητα…