Κόλαφος η Ερευνητική Επιτροπή για τις χωματερές
12:58 - 13 Ιουλίου 2018
Συλλογική ευθύνη η οποία βαρύνει όλες τις εκάστοτε Κυβερνήσεις από το 2003 και έπειτα, αλλά και θεσμική ευθύνη του Τμήματος Περιβάλλοντος εντοπίζει η Ερευνητική Επιτροπή αναφορικά με την καταδίκη της Κύπρου σε επίπεδο ΕΕ το 2013 για τις χωματερές, αλλά και την μετέπειτα καθυστέρηση που παρατηρήθηκε για συμμόρφωση της Κύπρου με τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις. Στο πόρισμα γίνεται λόγος μεταξύ άλλων, για έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αρμοδίων, ανεπάρκεια μελετών και σχεδιασμών αλλά και τάση αποφυγής ευθυνών και εκφράζεται ανησυχία για την επίτευξη των στόχων του 2020 για την ανακύκλωση.
Το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής δίνει στη δημοσιότητα με ανακοίνωσή του ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, σημειώνοντας ότι παραδόθηκε στον ίδιο στις 8 Ιουνίου, «μαζί με την απόφαση της Επιτροπής όπως το κείμενο της Έκθεσης δημοσιοποιηθεί μόλις κρίνει τούτο σκόπιμο».
Η Ερευνητική Επιτροπή, ήταν τριμελής και αποτελείτο από τον Πρόεδρο της Δικηγόρο Ανδρέα Δημητρίου, τον Βοηθό Έφορο Φορολογίας Στέλιο Κουντούρη και τον Καθηγητή Πανεπιστήμιου Κύπρου Πάνο Παπαναστασίου.
Σύμφωνα με το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής συλλογική και όλων των κυβερνήσεων από το 2003 και έπειτα είναι η ευθύνη για την καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2013 από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την παράλειψη της να θέσει εκτός λειτουργίας όλες τις χωματερές ανεξέλεγκτης διαθέσεως αποβλήτων και να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με τα δίκαιο της ΕΕ.
Αναφέρεται ότι «δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι εκάστοτε υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας για να εφαρμόσει τη σχετική νομοθεσία τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο και η αντιμετώπισή τους ήταν επιπόλαιη».
«Η θεσμική ευθύνη καθώς και η γενική ευθύνη της προστασίας του περιβάλλοντος βάρυνε και συνεχίζει να βαρύνει την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος», σημειώνεται.
Προστίθεται ότι «δεν έγινε σωστός στρατηγικός σχεδιασμός από το 2003 και δεν διατέθηκαν επαρκείς χρηματικοί και ανθρώπινοι πόροι με επαρκή τεχνογνωσία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και της αναμενόμενης ανταπόκρισης της κρατικής μηχανής στις υποχρεώσεις της, τόσο έναντι της ΕΕ όσο και έναντι των ίδιων των πολιτών της».
Για τις απαντήσεις που έδιναν τα αρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών και Γεωργίας μετά την έναρξη της διαδικασίας από την Επιτροπή της ΕΕ και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης «χαρακτηρίζονται από διαφωνίες μεταξύ τους και τάση αποφυγής ευθυνών για την προώθηση των στόχων της σχετικής νομοθεσίας εντός του χρόνου που καθόριζε η Οδηγία».
Παρόλο που στα θετικά καταγράφεται η πρόσφατη απόφαση για την ανάθεση της διαχείρισης των αποβλήτων της Λευκωσίας στην μονάδα Κόσιης, «δεν διαφεύγει της Επιτροπής το θλιβερό γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη καθώς και ανάθεση σε εταιρεία που είχε, με παραδοχή ανωτάτων στελεχών της ιδίας, άμεση ανάμειξη σε θέματα διαφθοράς σε βάρος του τόπου και, κατ’ επέκταση των πολιτών του, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με έγκαιρο και ορθό προβληματισμό, ορθολογιστικό καθορισμό υποχρεώσεων και ευθυνών και ορθή επιλογή συμβουλών που θα είχαν εκπονήσει κατάλληλες μελέτες και θα είχαν δώσει τις ορθές συμβουλές στα αρμόδια τμήματα».
Η Επιτροπή εκφράζει επίσης ανησυχία για το ενδεχόμενο νέας καταδίκης για μη επίτευξη των στόχων του 2020 για ανακύκλωση 50% των παραγόμενων αποβλήτων στην πηγή «λόγω του ότι δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη των στόχων αυτών από το Τμήμα Περιβάλλοντος».
«Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα δεδομένα από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν η Ερευνητική Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Υπουργείο Εσωτερικών μπορούσε να ξεκινήσει έγκαιρα την διαδικασία διαπραγμάτευσης με την Τσιμεντοποιοία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ αφού ήταν και ο μοναδικός οικονομικός φορέας για την διάθεση των αποβλήτων», αναφέρεται.
Ο διαγωνισμός, προστίθεται, «για διάθεση του SRF/RDF τελικά προκηρύχθηκε με 5 χρόνια καθυστέρηση το 2017 από το Τμήμα Υδάτων του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος χωρίς καμία σοβαρή εκδήλωση ενδιαφέροντος όπως εύκολα θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει».
Μοιραία η διάσταση απόψεων στη μη υλοποίηση μέτρων για εφαρμογή της οδηγίας
Παράλληλα η Ερευνητική Επιτροπή βρίσκει «διάσταση απόψεων μεταξύ Υπουργείου Εσωτερικών και Τμήματος Περιβάλλοντος κάτι που υπήρχε σε όλο το διάστημα που την ευθύνη για την υλοποίηση των έργων τη είχε το Υπουργείο Εσωτερικών».
«Η διάσταση αυτή όπως θα δούμε και στη συνέχεια υπήρξε μοιραία στη μη υλοποίηση των μέτρων για εφαρμογή της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και την αποφυγή της καταδικαστικής απόφασης κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2013».
Η Ερευνητική Επιτροπή συμφωνεί με τις θέσεις όπως εκφράστηκαν από τον τότε ΓΔ του Υπουργείου Εσωτερικών Α. Ασσιώτη και του λειτουργού του ΥΠΕΣ Κ. Κοτζιάπαση ότι η πρόταση του Τμήματος Περιβάλλοντος, όπως αυτή παρουσιάστηκε σε σύσκεψη στο Προεδρικό στις 25 Ιουλίου 2013, ήταν «μη ρεαλιστική και μη τεκμηριωμένη» και ότι «δεν αποτελεί σοβαρή και επιστημονική μελέτη γιατί δεν βασίζεται σε αξιόπιστα και πραγματικά δεδομένα αλλά σε σχεδιασμό που στηρίζεται σε προσδοκίες ευχές και σε ατεκμηρίωτες παραδοχές».
Οι θέσεις αυτές, σύμφωνα με την Ερευνητική Επιτροπή, «επιβεβαιώνονται με το ότι 5 χρόνια μετά, το έτος 2018 το Τμήμα Περιβάλλοντος δεν έχει να επιδείξει ουσιαστικό έργο για τη στρατηγική που πρότεινε για μείωση των αποβλήτων, όπως με μέτρα ενθάρρυνσης για αύξηση του ποσοστού ανακύκλωσης στην πηγή».
Η ολοκλήρωση ΟΑΔΑ Λεμεσού η μόνη θετική εξαίρεση
Σε σχέση με την ΟΕΔΑ Λεμεσού η Ερευνητική Επιτροπή δίνει τα εύσημα στον Οδυσσέα Μιχαηλίδη για την επιμονή του για απεμπλοκή της κατακύρωσης του διαγωνισμού με βάση την κρίση του μελετητή Θ. Λώλου, με κατακύρωση το διαγωνισμού με βάση την οικονομική προσφορά, θέση την οποία υιοθέτησε και η τότε Υπουργός Εσωτερικών Ελένη Μαύρου.
«Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος ότι το κόστος διαχείρισης αποβλήτων στον ΟΑΔΑ Λεμεσού εξασφαλίστηκε στα €19/τόνο σε σύγκριση με €69/τόνο στην μονάδα της Κόσιης, η Ερευνητική Επιτροπή διαπιστώνει ότι στη χρονοβόρα και ατέρμονη διαδικασία της Διαχείρισης των Οικιακών Αποβλήτων στην Κύπρο από το 2013 μέχρι σήμερα, η ολοκλήρωση του ΟΑΔΑ Λεμεσού αποτελεί τη μόνη θετική εξαίρεση».
Θα ήταν πλεονέκτημα η κατασκευή ΟΕΔΑ Λευκωσίας
Για την μη υλοποίηση του ΟΕΔΑ Λευκωσίας στο πόρισμα αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το πιο σημαντικό πλεονέκτημα με τη δημιουργία του ΟΕΔΑ Λευκωσίας θα ήταν η ύπαρξη μιας επιπλέον λύσης για διαχείριση δημοτικών αποβλήτων ώστε να μην αναγκαζόταν το κράτος να διαπραγματευτεί με τον ανάδοχο της σύμβασης για τον ΟΕΔΑ Κόσιης λαμβάνοντας υπόψη και τα προβλήματα της σχετικής συμφωνίας καθώς και το γεγονός ότι σύντομα θα προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός για την ανάθεση σύμβασης».
«Είναι επίσης κατακριτέο ότι το Τμήμα Περιβάλλοντος ως η αρμόδια υπηρεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο περιλαμβάνει το έδαφος και τα υπόγεια νερά που επηρεάζουν και τη δημόσια υγεία, δεν έδειξε καμία σπουδή για άμεση λήψη μέτρων για εφαρμογή της οδηγίας 1999/31/ΕΚ.
«Η Ερευνητική Επιτροπή δεν πιστεύει ότι η πολιτική για τη δημιουργία των τεσσάρων ΟΕΔΑ με την κατάλληλη δυναμικότητα θα εμπόδιζε τα μέτρα ανακύκλωσης στην πηγή, θέση που προέβαλλε πάντα το Τμήμα Περιβάλλοντος, ενώ πέραν των μέτρων ανακύκλωσης, η διαλογή για ανάκτηση έστω από το RDF, θα εξακολουθήσει να υπάρχει καθιστώντας τις Μονάδες απαραίτητες».
Η Επιτροπή «διαπιστώνει ότι διαφωνίες και έλλειψη συντονισμού μεταξύ των λειτουργών του Υπουργείου Εσωτερικών και της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, οι ανεπαρκείς μελέτες και σχεδιασμοί για τα διάφορα έργα είχαν σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην υλοποίηση των έργων καθώς και στην αύξηση του κίνδυνου για την μη επίτευξη των στόχων του 2020».
Το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής δίνει στη δημοσιότητα με ανακοίνωσή του ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, σημειώνοντας ότι παραδόθηκε στον ίδιο στις 8 Ιουνίου, «μαζί με την απόφαση της Επιτροπής όπως το κείμενο της Έκθεσης δημοσιοποιηθεί μόλις κρίνει τούτο σκόπιμο».
Η Ερευνητική Επιτροπή, ήταν τριμελής και αποτελείτο από τον Πρόεδρο της Δικηγόρο Ανδρέα Δημητρίου, τον Βοηθό Έφορο Φορολογίας Στέλιο Κουντούρη και τον Καθηγητή Πανεπιστήμιου Κύπρου Πάνο Παπαναστασίου.
Σύμφωνα με το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής συλλογική και όλων των κυβερνήσεων από το 2003 και έπειτα είναι η ευθύνη για την καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2013 από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με την παράλειψη της να θέσει εκτός λειτουργίας όλες τις χωματερές ανεξέλεγκτης διαθέσεως αποβλήτων και να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με τα δίκαιο της ΕΕ.
Αναφέρεται ότι «δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη οι εκάστοτε υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας για να εφαρμόσει τη σχετική νομοθεσία τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο και η αντιμετώπισή τους ήταν επιπόλαιη».
«Η θεσμική ευθύνη καθώς και η γενική ευθύνη της προστασίας του περιβάλλοντος βάρυνε και συνεχίζει να βαρύνει την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος», σημειώνεται.
Προστίθεται ότι «δεν έγινε σωστός στρατηγικός σχεδιασμός από το 2003 και δεν διατέθηκαν επαρκείς χρηματικοί και ανθρώπινοι πόροι με επαρκή τεχνογνωσία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και της αναμενόμενης ανταπόκρισης της κρατικής μηχανής στις υποχρεώσεις της, τόσο έναντι της ΕΕ όσο και έναντι των ίδιων των πολιτών της».
Για τις απαντήσεις που έδιναν τα αρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών και Γεωργίας μετά την έναρξη της διαδικασίας από την Επιτροπή της ΕΕ και κατά την εκδίκαση της υπόθεσης «χαρακτηρίζονται από διαφωνίες μεταξύ τους και τάση αποφυγής ευθυνών για την προώθηση των στόχων της σχετικής νομοθεσίας εντός του χρόνου που καθόριζε η Οδηγία».
Παρόλο που στα θετικά καταγράφεται η πρόσφατη απόφαση για την ανάθεση της διαχείρισης των αποβλήτων της Λευκωσίας στην μονάδα Κόσιης, «δεν διαφεύγει της Επιτροπής το θλιβερό γεγονός ότι αυτή η εξέλιξη καθώς και ανάθεση σε εταιρεία που είχε, με παραδοχή ανωτάτων στελεχών της ιδίας, άμεση ανάμειξη σε θέματα διαφθοράς σε βάρος του τόπου και, κατ’ επέκταση των πολιτών του, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με έγκαιρο και ορθό προβληματισμό, ορθολογιστικό καθορισμό υποχρεώσεων και ευθυνών και ορθή επιλογή συμβουλών που θα είχαν εκπονήσει κατάλληλες μελέτες και θα είχαν δώσει τις ορθές συμβουλές στα αρμόδια τμήματα».
Η Επιτροπή εκφράζει επίσης ανησυχία για το ενδεχόμενο νέας καταδίκης για μη επίτευξη των στόχων του 2020 για ανακύκλωση 50% των παραγόμενων αποβλήτων στην πηγή «λόγω του ότι δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη των στόχων αυτών από το Τμήμα Περιβάλλοντος».
«Λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα δεδομένα από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν η Ερευνητική Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Υπουργείο Εσωτερικών μπορούσε να ξεκινήσει έγκαιρα την διαδικασία διαπραγμάτευσης με την Τσιμεντοποιοία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ αφού ήταν και ο μοναδικός οικονομικός φορέας για την διάθεση των αποβλήτων», αναφέρεται.
Ο διαγωνισμός, προστίθεται, «για διάθεση του SRF/RDF τελικά προκηρύχθηκε με 5 χρόνια καθυστέρηση το 2017 από το Τμήμα Υδάτων του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος χωρίς καμία σοβαρή εκδήλωση ενδιαφέροντος όπως εύκολα θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει».
Μοιραία η διάσταση απόψεων στη μη υλοποίηση μέτρων για εφαρμογή της οδηγίας
Παράλληλα η Ερευνητική Επιτροπή βρίσκει «διάσταση απόψεων μεταξύ Υπουργείου Εσωτερικών και Τμήματος Περιβάλλοντος κάτι που υπήρχε σε όλο το διάστημα που την ευθύνη για την υλοποίηση των έργων τη είχε το Υπουργείο Εσωτερικών».
«Η διάσταση αυτή όπως θα δούμε και στη συνέχεια υπήρξε μοιραία στη μη υλοποίηση των μέτρων για εφαρμογή της οδηγίας 1999/31/ΕΚ και την αποφυγή της καταδικαστικής απόφασης κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2013».
Η Ερευνητική Επιτροπή συμφωνεί με τις θέσεις όπως εκφράστηκαν από τον τότε ΓΔ του Υπουργείου Εσωτερικών Α. Ασσιώτη και του λειτουργού του ΥΠΕΣ Κ. Κοτζιάπαση ότι η πρόταση του Τμήματος Περιβάλλοντος, όπως αυτή παρουσιάστηκε σε σύσκεψη στο Προεδρικό στις 25 Ιουλίου 2013, ήταν «μη ρεαλιστική και μη τεκμηριωμένη» και ότι «δεν αποτελεί σοβαρή και επιστημονική μελέτη γιατί δεν βασίζεται σε αξιόπιστα και πραγματικά δεδομένα αλλά σε σχεδιασμό που στηρίζεται σε προσδοκίες ευχές και σε ατεκμηρίωτες παραδοχές».
Οι θέσεις αυτές, σύμφωνα με την Ερευνητική Επιτροπή, «επιβεβαιώνονται με το ότι 5 χρόνια μετά, το έτος 2018 το Τμήμα Περιβάλλοντος δεν έχει να επιδείξει ουσιαστικό έργο για τη στρατηγική που πρότεινε για μείωση των αποβλήτων, όπως με μέτρα ενθάρρυνσης για αύξηση του ποσοστού ανακύκλωσης στην πηγή».
Η ολοκλήρωση ΟΑΔΑ Λεμεσού η μόνη θετική εξαίρεση
Σε σχέση με την ΟΕΔΑ Λεμεσού η Ερευνητική Επιτροπή δίνει τα εύσημα στον Οδυσσέα Μιχαηλίδη για την επιμονή του για απεμπλοκή της κατακύρωσης του διαγωνισμού με βάση την κρίση του μελετητή Θ. Λώλου, με κατακύρωση το διαγωνισμού με βάση την οικονομική προσφορά, θέση την οποία υιοθέτησε και η τότε Υπουργός Εσωτερικών Ελένη Μαύρου.
«Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος ότι το κόστος διαχείρισης αποβλήτων στον ΟΑΔΑ Λεμεσού εξασφαλίστηκε στα €19/τόνο σε σύγκριση με €69/τόνο στην μονάδα της Κόσιης, η Ερευνητική Επιτροπή διαπιστώνει ότι στη χρονοβόρα και ατέρμονη διαδικασία της Διαχείρισης των Οικιακών Αποβλήτων στην Κύπρο από το 2013 μέχρι σήμερα, η ολοκλήρωση του ΟΑΔΑ Λεμεσού αποτελεί τη μόνη θετική εξαίρεση».
Θα ήταν πλεονέκτημα η κατασκευή ΟΕΔΑ Λευκωσίας
Για την μη υλοποίηση του ΟΕΔΑ Λευκωσίας στο πόρισμα αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το πιο σημαντικό πλεονέκτημα με τη δημιουργία του ΟΕΔΑ Λευκωσίας θα ήταν η ύπαρξη μιας επιπλέον λύσης για διαχείριση δημοτικών αποβλήτων ώστε να μην αναγκαζόταν το κράτος να διαπραγματευτεί με τον ανάδοχο της σύμβασης για τον ΟΕΔΑ Κόσιης λαμβάνοντας υπόψη και τα προβλήματα της σχετικής συμφωνίας καθώς και το γεγονός ότι σύντομα θα προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός για την ανάθεση σύμβασης».
«Είναι επίσης κατακριτέο ότι το Τμήμα Περιβάλλοντος ως η αρμόδια υπηρεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, το οποίο περιλαμβάνει το έδαφος και τα υπόγεια νερά που επηρεάζουν και τη δημόσια υγεία, δεν έδειξε καμία σπουδή για άμεση λήψη μέτρων για εφαρμογή της οδηγίας 1999/31/ΕΚ.
«Η Ερευνητική Επιτροπή δεν πιστεύει ότι η πολιτική για τη δημιουργία των τεσσάρων ΟΕΔΑ με την κατάλληλη δυναμικότητα θα εμπόδιζε τα μέτρα ανακύκλωσης στην πηγή, θέση που προέβαλλε πάντα το Τμήμα Περιβάλλοντος, ενώ πέραν των μέτρων ανακύκλωσης, η διαλογή για ανάκτηση έστω από το RDF, θα εξακολουθήσει να υπάρχει καθιστώντας τις Μονάδες απαραίτητες».
Η Επιτροπή «διαπιστώνει ότι διαφωνίες και έλλειψη συντονισμού μεταξύ των λειτουργών του Υπουργείου Εσωτερικών και της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος, οι ανεπαρκείς μελέτες και σχεδιασμοί για τα διάφορα έργα είχαν σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην υλοποίηση των έργων καθώς και στην αύξηση του κίνδυνου για την μη επίτευξη των στόχων του 2020».
ΚΥΠΕ