«Ερχόντουσαν με βίαζαν και έφευγαν»-Η συγκλονιστική ιστορία 12χρονης στα χέρια των Τούρκων
15:24 - 31 Ιουλίου 2018
Μια συγκλονιστική ιστορία που έρχεται για πρώτη φορά στο φως αποκάλυψε το περασμένο Σάββατο η εφημερίδα «Πολίτης» στο πλαίσιο του φακέλου που άνοιξε για τα εγκλήματα που έμειναν ατιμώρητα στην Κύπρο, σε βάρος Ε/κ και Τ/κ, τόσο κατά τη διάρκεια του 1974 όσο και κατά τις προηγούμενες περιόδους.
Το αφιέρωμα επιμελούνται ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Σωτήρης Παρούτης και ο δημοσιογράφος Μιχάλης Θεοδώρου.
Ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα που παρουσιάζονται τις τελευταίες ημέρες ξεχωρίζει η τραγική ιστορία μιας 12χρονης που περιγράφει με δραματικό τρόπο τα όσα βίωσε στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών από το μεσημέρι της 3ης Αυγούστου του 1974 μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου.
Αυτούσια η περιγραφή
«Εμένα με πήρανε πρώτη. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει τι επρόκειτο να γίνει. Φώναζε, έπεσε κάτω και τους παρακαλούσε. Με είχαν πάρει από εκεί που ήμασταν μαζεμένοι όλοι και με πήγαν στην άκρη του σπιτιού όπου ήταν το μπάνιο. Εγώ τον άκουγα ακόμη που φώναζε. Άκουγα και τον αδελφό μου επίσης. Έτσι ξεκίνησε ο βιασμός. Ερχόντουσαν και με βίαζαν και έφευγαν. Ύστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές. Εμένα με κρατούσαν εκεί. Όταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί φύγανε και αυτοί. Με άφησαν μόνη μου μέσα στο μικρό δωμάτιο του μπάνιου. Έμεινα εκεί πεσμένη, κατατρομαγμένη και σοκαρισμένη. Πέρασε νομίζω κανένα μισάωρο και σκεφτόμουνα πως μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω και να φύγω... Από το μικρό παραθύρι έβλεπα ότι δεν υπήρχε κανένας. Μετά το γκαράζ του σπιτιού μας ήταν τα χωράφια… Μόλις όμως έκαμα τη σκέψη να βγω και να φύγω, μπήκε κάποιος και με άρπαξε. Με έβγαλε από την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουνα ξυπόλητη. Σε μαύρο χάλι. Με πήγε από γύρω από το σπίτι. Κάποια στιγμή μου έδειξε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια. Του λέω «δεν έχω». Για να βρω παπούτσια έπρεπε να μπω ξανά στο σπίτι και να πάω στο δωμάτιό μου. Με πήγε μέσα. Πέρασα από τον χώρο όπου ήταν όλα τα πτώματα. Και του πατέρα μου και του αδελφού μου… Φόρεσα παπούτσια και βγήκα από το δωμάτιό μου. Ο άλλος που με συνόδευε ήταν μαζί μου.
Με κομμένο κεφάλι
Τα πτώματα ήταν δεκαπέντε, είκοσι, δεν τα μέτρησα. Το πτώμα του αδελφού μου ήταν πάντως με κομμένο το κεφάλι. Αυτός που με συνόδευε με πήρε να φύγουμε από το σπίτι. Έκλαιγα διαρκώς. Ούτε μπορούσα να μιλήσω, ούτε να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του κακού. Προστέθηκαν και δυο-τρεις άλλοι κατά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι. Με πήγαν περπατητή μέσα στο χωριό. Σούρουπο πια, με έβαλαν σε ένα άλλο σπίτι. Το σπίτι τη Μ…
Εκεί ξεκίνησαν πάλι τον βιασμό. Ένας έμπαινε, ένας έβγαινε στο δωμάτιο, όπου με κρατούσαν. Πέρασε, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος. Κανένα μισάωρο, καμιά ώρα… και άκουσα έναν πανικό. Ξαφνικά έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα εκεί. Τρομαγμένη στο κρεβάτι.
Η «σωτηρία»
Ύστερα από κανένα πεντάλεπτο μπήκε κάποιος. Όχι από αυτούς που ήταν προηγουμένως. Με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω. Είδα ένα στρατιωτικό τζιπ να πλησιάζει. Μόλις έφθασε το τζιπ, οι βιαστές έκαμαν από φύγει-φύγει. Ορισμένοι όμως παρέμειναν. Προτού καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο, κατέβηκε «το παιδί» που σας είπα στην αρχή -αυτός που είχε συνάψει τις προηγούμενες μέρες φιλία με τον αδελφό μου- ήρθε κοντά μου και με έπιασε από το χέρι. Χάρη σε αυτόν σώθηκα! Μου μίλησε στα αγγλικά… εγώ συνέχιζα να κλαίω. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είδε όμως το χάλι μου. Οι υπόλοιποι που ήταν στο τζιπ κατέβηκαν και αυτοί κάτω και πρόταξαν τα όπλα στους υπόλοιπους, μιλώντας τη γλώσσα τους. Εγώ δεν καταλάβαινα. Ήρθε κοντά μου και πάλι ο νεαρός αξιωματικός και μου έγνεψε να του δείξω ποιοι. Μου μιλούσε στα αγγλικά, επιτακτικά: «Show me», «who?», «who did this?».
Αν και δώδεκα χρόνων -και μετά από όλο αυτό το βασανιστήριο που πέρασα- ήμουν σε θέση να διερωτηθώ μόνη μου: «τι να πω και τι θα γίνει εάν πω;». Αστραπιαία σκέφτηκα, ανακουφισμένη κάπως, ότι το μυαλό μου ακόμη δούλευε!
Στο στρατόπεδο
Σας τα λέω με λεπτομέρεια, όλα όσα έχουν μείνει αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Έκανα λοιπόν με τους ώμους μου την κίνηση ότι τάχα δεν ξέρω. Εκείνος με τη σειρά του έδιωξε τους διάφορους, με έβαλε στο αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε στο βουνό, πάνω από το χωριό όπου ήταν το στρατόπεδο τους. Επικρατούσε χάος εκεί, πολλά πράγματα του πολέμου, οχήματα, στρατιώτες, όπλα, κανόνια κ.λπ. Από ό,τι αντιλήφθηκα, με πήρε αμέσως στον ανώτερό του, ίσως τον διοικητή του στρατοπέδου. Του εξήγησε, από ό,τι κατάλαβα, τι έγινε. Αυτός με πήρε και με έβαλε στο δωμάτιό του. Μου ετοίμασαν κρεβάτι το οποίο εφαπτόταν του τοίχου. Ξαναήρθε «το παιδί» που με πήρε από τα χέρια τους και μου εξήγησε με λίγα αγγλικά ότι ο λόγος που με «έδωσε» στον διοικητή ήταν για να είμαι ασφαλής, διότι δεν ήξερε, όπως συμπλήρωσε, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί. Έτσι λοιπόν έμεινα όλο το βράδυ στο δωμάτιο του διοικητή...».
«...Αποκαμωμένη, αλλά δεν έκλεισα μάτι. Μόλις χάραξε, ήρθε κάποιος άλλος. Μάλλον ήταν γιατρός. Με κοίταξε, με εξέτασε. Ήταν γύρω στις 5 το πρωί. Όταν ξημέρωσε για τα καλά η 4η Αυγούστου με έβγαλαν έξω από το δωμάτιο και μου έφεραν κάτι να πιω και να φάω. Από το σημείο όπου με μετέφεραν είχα οπτική επαφή με το σπίτι μας. Φαινόταν καθαρά ο Σύσκληπος από τον λόφο.
Τα πτώματα
Έβλεπα κινήσεις στρατιωτικών φορτηγών να πηγαίνουν προς το σπίτι του πατέρα μου. Ξαναμπήκα στο δωμάτιο και ο ανώτερος αξιωματικός ξαναήρθε να με ρωτήσει εάν ήθελα κάτι να φάω ή να πιω. Του έγνεψα «όχι» και ζήτησα να βγω ξανά έξω. Τα φορτηγά είχαν προσεγγίσει το σπίτι και σε κάποια στιγμή είδα να φορτώνουν σε αυτά κάτι μαύρα μεγάλα πράγματα. Κάτι μεγάλες μαύρες σακούλες. Υπολόγισα ότι ήταν τα πτώματα, γατί υπήρχε μια κάποια απόσταση. Υπήρχαν και δένδρα ενδιάμεσα. Η διαδικασία αυτή, της παραμονής των φορτηγών στο σπίτι, κράτησε αρκετές ώρες. Έως μετά το μεσημέρι.
Εμένα αργά το απόγευμα ήρθε αυτοκίνητο του στρατού τους και με πήρε σε κάποιο νοσοκομείο. Ο ανώτερος είχε διατάξει δύο στρατιώτες να με συνοδεύσουν. Από ό,τι εκ των υστέρων έμαθα, το πρόχειρο νοσοκομείο ήταν μεταξύ Δικώμου και Κιόνελι. Ήρθε ένας γιατρός, με εξέτασε και μου έδωσε κάποια χάπια να πιω. Υπό τα δεδομένα ήμουν κάπως καλύτερα. Ωστόσο είχα τη φοβία ότι μπορούσε να επαναληφθεί το μαρτύριο.
Υπό φρούρηση
Σχεδόν είχε νυχτώσει όταν με πήραν σε έναν αστυνομικό σταθμό. Δεν ξέρω πού ήταν αυτός. Εκεί ήρθαν κάποιοι αξιωματικοί να μου πάρουν κατάθεση για το τι έγινε με τη βοήθεια μεταφραστή. Αργά τη νύκτα με πήγαν σε κάποιο σπίτι. Δύο γυναίκες «αστυνομικοί» ανέλαβαν να με προσέχουν με βάρδιες. Ήταν συνεχώς μαζί μου και συνεννοούμασταν με λίγα αγγλικά. Πέρασα μερικές εβδομάδες σε αυτό το σπίτι. Υπό τη φρούρηση πάντα των γυναικών «αστυνομικών». Το φαγητό και ό,τι άλλο χρειαζόμασταν μας το έφερναν. Αρχές Σεπτεμβρίου ήρθε πρωί-πρωί η μία από τις δύο και μου ανακοίνωσε ότι θα έφευγα. Ρώτησα πού θα με πάνε και εκείνη μου απάντησε «θα σε πάνε στην Τουρκία». «Γιατί;», επέμεινα. «Είναι διαταγή».
Στα Άδανα
Το αφιέρωμα επιμελούνται ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Σωτήρης Παρούτης και ο δημοσιογράφος Μιχάλης Θεοδώρου.
Ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα που παρουσιάζονται τις τελευταίες ημέρες ξεχωρίζει η τραγική ιστορία μιας 12χρονης που περιγράφει με δραματικό τρόπο τα όσα βίωσε στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών από το μεσημέρι της 3ης Αυγούστου του 1974 μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου.
Αυτούσια η περιγραφή
«Εμένα με πήρανε πρώτη. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει τι επρόκειτο να γίνει. Φώναζε, έπεσε κάτω και τους παρακαλούσε. Με είχαν πάρει από εκεί που ήμασταν μαζεμένοι όλοι και με πήγαν στην άκρη του σπιτιού όπου ήταν το μπάνιο. Εγώ τον άκουγα ακόμη που φώναζε. Άκουγα και τον αδελφό μου επίσης. Έτσι ξεκίνησε ο βιασμός. Ερχόντουσαν και με βίαζαν και έφευγαν. Ύστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές. Εμένα με κρατούσαν εκεί. Όταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί φύγανε και αυτοί. Με άφησαν μόνη μου μέσα στο μικρό δωμάτιο του μπάνιου. Έμεινα εκεί πεσμένη, κατατρομαγμένη και σοκαρισμένη. Πέρασε νομίζω κανένα μισάωρο και σκεφτόμουνα πως μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω και να φύγω... Από το μικρό παραθύρι έβλεπα ότι δεν υπήρχε κανένας. Μετά το γκαράζ του σπιτιού μας ήταν τα χωράφια… Μόλις όμως έκαμα τη σκέψη να βγω και να φύγω, μπήκε κάποιος και με άρπαξε. Με έβγαλε από την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουνα ξυπόλητη. Σε μαύρο χάλι. Με πήγε από γύρω από το σπίτι. Κάποια στιγμή μου έδειξε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια. Του λέω «δεν έχω». Για να βρω παπούτσια έπρεπε να μπω ξανά στο σπίτι και να πάω στο δωμάτιό μου. Με πήγε μέσα. Πέρασα από τον χώρο όπου ήταν όλα τα πτώματα. Και του πατέρα μου και του αδελφού μου… Φόρεσα παπούτσια και βγήκα από το δωμάτιό μου. Ο άλλος που με συνόδευε ήταν μαζί μου.
Με κομμένο κεφάλι
Τα πτώματα ήταν δεκαπέντε, είκοσι, δεν τα μέτρησα. Το πτώμα του αδελφού μου ήταν πάντως με κομμένο το κεφάλι. Αυτός που με συνόδευε με πήρε να φύγουμε από το σπίτι. Έκλαιγα διαρκώς. Ούτε μπορούσα να μιλήσω, ούτε να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του κακού. Προστέθηκαν και δυο-τρεις άλλοι κατά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι. Με πήγαν περπατητή μέσα στο χωριό. Σούρουπο πια, με έβαλαν σε ένα άλλο σπίτι. Το σπίτι τη Μ…
Εκεί ξεκίνησαν πάλι τον βιασμό. Ένας έμπαινε, ένας έβγαινε στο δωμάτιο, όπου με κρατούσαν. Πέρασε, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος. Κανένα μισάωρο, καμιά ώρα… και άκουσα έναν πανικό. Ξαφνικά έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα εκεί. Τρομαγμένη στο κρεβάτι.
Η «σωτηρία»
Ύστερα από κανένα πεντάλεπτο μπήκε κάποιος. Όχι από αυτούς που ήταν προηγουμένως. Με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω. Είδα ένα στρατιωτικό τζιπ να πλησιάζει. Μόλις έφθασε το τζιπ, οι βιαστές έκαμαν από φύγει-φύγει. Ορισμένοι όμως παρέμειναν. Προτού καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο, κατέβηκε «το παιδί» που σας είπα στην αρχή -αυτός που είχε συνάψει τις προηγούμενες μέρες φιλία με τον αδελφό μου- ήρθε κοντά μου και με έπιασε από το χέρι. Χάρη σε αυτόν σώθηκα! Μου μίλησε στα αγγλικά… εγώ συνέχιζα να κλαίω. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είδε όμως το χάλι μου. Οι υπόλοιποι που ήταν στο τζιπ κατέβηκαν και αυτοί κάτω και πρόταξαν τα όπλα στους υπόλοιπους, μιλώντας τη γλώσσα τους. Εγώ δεν καταλάβαινα. Ήρθε κοντά μου και πάλι ο νεαρός αξιωματικός και μου έγνεψε να του δείξω ποιοι. Μου μιλούσε στα αγγλικά, επιτακτικά: «Show me», «who?», «who did this?».
Αν και δώδεκα χρόνων -και μετά από όλο αυτό το βασανιστήριο που πέρασα- ήμουν σε θέση να διερωτηθώ μόνη μου: «τι να πω και τι θα γίνει εάν πω;». Αστραπιαία σκέφτηκα, ανακουφισμένη κάπως, ότι το μυαλό μου ακόμη δούλευε!
Στο στρατόπεδο
Σας τα λέω με λεπτομέρεια, όλα όσα έχουν μείνει αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Έκανα λοιπόν με τους ώμους μου την κίνηση ότι τάχα δεν ξέρω. Εκείνος με τη σειρά του έδιωξε τους διάφορους, με έβαλε στο αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε στο βουνό, πάνω από το χωριό όπου ήταν το στρατόπεδο τους. Επικρατούσε χάος εκεί, πολλά πράγματα του πολέμου, οχήματα, στρατιώτες, όπλα, κανόνια κ.λπ. Από ό,τι αντιλήφθηκα, με πήρε αμέσως στον ανώτερό του, ίσως τον διοικητή του στρατοπέδου. Του εξήγησε, από ό,τι κατάλαβα, τι έγινε. Αυτός με πήρε και με έβαλε στο δωμάτιό του. Μου ετοίμασαν κρεβάτι το οποίο εφαπτόταν του τοίχου. Ξαναήρθε «το παιδί» που με πήρε από τα χέρια τους και μου εξήγησε με λίγα αγγλικά ότι ο λόγος που με «έδωσε» στον διοικητή ήταν για να είμαι ασφαλής, διότι δεν ήξερε, όπως συμπλήρωσε, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί. Έτσι λοιπόν έμεινα όλο το βράδυ στο δωμάτιο του διοικητή...».
«...Αποκαμωμένη, αλλά δεν έκλεισα μάτι. Μόλις χάραξε, ήρθε κάποιος άλλος. Μάλλον ήταν γιατρός. Με κοίταξε, με εξέτασε. Ήταν γύρω στις 5 το πρωί. Όταν ξημέρωσε για τα καλά η 4η Αυγούστου με έβγαλαν έξω από το δωμάτιο και μου έφεραν κάτι να πιω και να φάω. Από το σημείο όπου με μετέφεραν είχα οπτική επαφή με το σπίτι μας. Φαινόταν καθαρά ο Σύσκληπος από τον λόφο.
Τα πτώματα
Έβλεπα κινήσεις στρατιωτικών φορτηγών να πηγαίνουν προς το σπίτι του πατέρα μου. Ξαναμπήκα στο δωμάτιο και ο ανώτερος αξιωματικός ξαναήρθε να με ρωτήσει εάν ήθελα κάτι να φάω ή να πιω. Του έγνεψα «όχι» και ζήτησα να βγω ξανά έξω. Τα φορτηγά είχαν προσεγγίσει το σπίτι και σε κάποια στιγμή είδα να φορτώνουν σε αυτά κάτι μαύρα μεγάλα πράγματα. Κάτι μεγάλες μαύρες σακούλες. Υπολόγισα ότι ήταν τα πτώματα, γατί υπήρχε μια κάποια απόσταση. Υπήρχαν και δένδρα ενδιάμεσα. Η διαδικασία αυτή, της παραμονής των φορτηγών στο σπίτι, κράτησε αρκετές ώρες. Έως μετά το μεσημέρι.
Εμένα αργά το απόγευμα ήρθε αυτοκίνητο του στρατού τους και με πήρε σε κάποιο νοσοκομείο. Ο ανώτερος είχε διατάξει δύο στρατιώτες να με συνοδεύσουν. Από ό,τι εκ των υστέρων έμαθα, το πρόχειρο νοσοκομείο ήταν μεταξύ Δικώμου και Κιόνελι. Ήρθε ένας γιατρός, με εξέτασε και μου έδωσε κάποια χάπια να πιω. Υπό τα δεδομένα ήμουν κάπως καλύτερα. Ωστόσο είχα τη φοβία ότι μπορούσε να επαναληφθεί το μαρτύριο.
Υπό φρούρηση
Σχεδόν είχε νυχτώσει όταν με πήραν σε έναν αστυνομικό σταθμό. Δεν ξέρω πού ήταν αυτός. Εκεί ήρθαν κάποιοι αξιωματικοί να μου πάρουν κατάθεση για το τι έγινε με τη βοήθεια μεταφραστή. Αργά τη νύκτα με πήγαν σε κάποιο σπίτι. Δύο γυναίκες «αστυνομικοί» ανέλαβαν να με προσέχουν με βάρδιες. Ήταν συνεχώς μαζί μου και συνεννοούμασταν με λίγα αγγλικά. Πέρασα μερικές εβδομάδες σε αυτό το σπίτι. Υπό τη φρούρηση πάντα των γυναικών «αστυνομικών». Το φαγητό και ό,τι άλλο χρειαζόμασταν μας το έφερναν. Αρχές Σεπτεμβρίου ήρθε πρωί-πρωί η μία από τις δύο και μου ανακοίνωσε ότι θα έφευγα. Ρώτησα πού θα με πάνε και εκείνη μου απάντησε «θα σε πάνε στην Τουρκία». «Γιατί;», επέμεινα. «Είναι διαταγή».
Στα Άδανα
Με παρέλαβαν και με πήγαν σε ένα μικρό αεροδρόμιο (μάλλον της Τύμπου), όπου με επιβίβασαν σε ένα μικρό στρατιωτικό αεροπλάνο. Μέσα από ό,τι θυμάμαι ήταν τέσσερα άτομα συν ο πιλότος. Οι τρεις ήταν αξιωματικοί με διαφορετικές στολές. Ένας της Αεροπορίας, ένας του Ναυτικού και ένας του Στρατού Ξηράς. Από ό,τι μου είπαν, θα πηγαίναμε πρώτα στην Άγκυρα και μετά με άλλο αεροπλάνο στα Άδανα. Στα Άδανα φθάσαμε αργά το απόγευμα. Μόλις προσγειωθήκαμε με πήγαν και πάλι σε ένα στρατόπεδο. Με έβαλαν να φάω και αργά τη νύκτα με μετέφεραν σε ένα μεγάλο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο ο ένας ο γιατρός που με παρακολουθούσε ήξερε λίγα ελληνικά, ενώ μία από τις νοσοκόμες που ήταν μαζί μου μιλούσε καλά ελληνικά. Εγώ ήμουνα σε ένα δωμάτιο όλη μέρα. Μετά από μερικές μέρες βγήκα στον διάδρομο να περπατήσω λίγο και είδα έναν τραυματία με πατερίτσες. Με πλησίασε και με ρώτησε, «κόρη μου είσαι χριστιανή εσύ;». Του έγνεψα «ναι» και εκείνος συνέχισε, «πες μου κόρη μου το όνομά σου και εγώ θα φύγω σε λίγες μέρες». Ωστόσο κάποιος του φώναξε και εγώ δεν πρόλαβα να του πω τίποτε. Έμεινα στο νοσοκομείο αρκετές μέρες (για έναν και πλέον μήνα). Μάλιστα ο ένας από τους δύο γιατρούς που με παρακολουθούσαν χαριτολογούσε ότι θα με παντρέψει κιόλας στα Άδανα.
Η επιστροφή
Η πραγματικότητα είναι ότι εκεί τόσο οι γιατροί όσο και οι νοσοκόμες μου φέρθηκαν πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά σε ένα κορίτσι δώδεκα χρονών, κατανοώντας κυρίως το τι πέρασα τις προηγούμενες μέρες. Με πίεζαν ιδιαίτερα να φάω, διότι είχα αδυνατίσει πολύ και τις πρώτες μέρες δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Τις πρώτες μέρες είχα και αιμορραγίες…
Όταν πλησίαζε ο καιρός για να επιστρέψω στην Κύπρο, μου το ανακοίνωσε ο ένας από τους δύο γιατρούς. Μάλιστα με ρωτούσε εάν υπάρχει κάποιος δικός μου εν ζωή απ’ εδώ για να ξέρουν πού θα αποταθούν. Τους είπα τη μητέρα μου… Χωρίς να ξέρω ακριβώς πού βρισκόταν.
Ένα πρωινό, λοιπόν, με μετέφεραν στο αεροδρόμιο και επιστρέψαμε στην κατεχόμενη Κύπρο. Με παρέλαβαν αστυνομικοί και στρατιωτικοί και με πήραν σε ένα άλλο σπίτι, αυτή τη φορά στον Τράχωνα, όπου ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία. Για έναν μήνα, ίσως και ενάμιση περίπου, το πρωί με πρόσεχε μία «αστυνομικίνα» και το βράδυ μία άλλη. Ένα πρωινό στα μέσα του Νοεμβρίου του 1974 με πήραν με αυτοκίνητο στο Λήδρα Πάλας και με παρέδωσαν στα Ηνωμένα Έθνη. Με παρέλαβαν ακολούθως οι δικοί μας και με πήγαν κατευθείαν στο γραφείο του προεδρεύοντος της Δημοκρατίας, του μ. Γλαύκου Κληρίδη. Εκεί με άκουσε ο Πρόεδρος με μεγάλο σεβασμό για δύο ώρες. Χωρίς να με ρωτά λεπτομέρειες. Μου είπε όμως μια κουβέντα που τη θυμάμαι μέχρι σήμερα: «Άκου κόρη μου. Όπως σε έριξαν κάτω και σηκώθηκες -γιατί έχεις σηκωθεί πια- έτσι θα πρέπει να μείνεις. Δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν ούτε για το τι έχεις περάσει ούτε για το τι δεν πέρασες».
Το αντάμωμα
Οι υπηρεσίες του κράτους καθυστερούσαν να εντοπίσουν τη μητέρα μου και τα υπόλοιπά μου αδέλφια, αφού λόγω των γεγονότων της εισβολής είχαν φύγει από τη Λευκωσία προς τις ορεινές περιοχές. Έτσι εκείνο το βράδυ από το γραφείο του Προέδρου με μετέφεραν σε μια ιδιωτική κλινική. Εκεί ερχόντουσαν και διάφορες κυρίες της Λευκωσίας και ήθελαν να με πάρουν μαζί τους. Εγώ αναζητούσα τη μητέρα μου, την οποία δεν έβρισκαν όμως οι αρμόδιοι. Όπως εκ των υστέρων έμαθα, η μάνα μου ερχόταν κάθε μέρα στη Λευκωσία και ρωτούσε για μένα εκεί που ερχόντουσαν οι αιχμάλωτοι. Και η μητέρα μου και ο πατριός μου και ο αδελφός μου, ο Σ... Κάποια στιγμή βρέθηκε η μάνα μου. Ήρθε και με αγκάλιασε. Ωστόσο προέκυψαν διαδικασίες αφού εγώ ήμουν υπό την προστασία του Γραφείου Ευημερίας, ενόσω δεν έβρισκαν τους δικούς μου.
Είναι περιττό να σας πω ότι για δύο χρόνια με τον παραμικρό θόρυβο που άκουα έμπαινα κάτω από το κρεβάτι.
Δύο χρόνια δεν μπορούσα να δω ένστολο. Ερχόταν ο αδελφός μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην Ε.Φ. και έβγαζε τη στολή έξω από το σπίτι. Έξω από την πόρτα και μετά έμπαινε μέσα. Αυτά!».
Η επιστροφή
Η πραγματικότητα είναι ότι εκεί τόσο οι γιατροί όσο και οι νοσοκόμες μου φέρθηκαν πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά σε ένα κορίτσι δώδεκα χρονών, κατανοώντας κυρίως το τι πέρασα τις προηγούμενες μέρες. Με πίεζαν ιδιαίτερα να φάω, διότι είχα αδυνατίσει πολύ και τις πρώτες μέρες δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Τις πρώτες μέρες είχα και αιμορραγίες…
Όταν πλησίαζε ο καιρός για να επιστρέψω στην Κύπρο, μου το ανακοίνωσε ο ένας από τους δύο γιατρούς. Μάλιστα με ρωτούσε εάν υπάρχει κάποιος δικός μου εν ζωή απ’ εδώ για να ξέρουν πού θα αποταθούν. Τους είπα τη μητέρα μου… Χωρίς να ξέρω ακριβώς πού βρισκόταν.
Ένα πρωινό, λοιπόν, με μετέφεραν στο αεροδρόμιο και επιστρέψαμε στην κατεχόμενη Κύπρο. Με παρέλαβαν αστυνομικοί και στρατιωτικοί και με πήραν σε ένα άλλο σπίτι, αυτή τη φορά στον Τράχωνα, όπου ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία. Για έναν μήνα, ίσως και ενάμιση περίπου, το πρωί με πρόσεχε μία «αστυνομικίνα» και το βράδυ μία άλλη. Ένα πρωινό στα μέσα του Νοεμβρίου του 1974 με πήραν με αυτοκίνητο στο Λήδρα Πάλας και με παρέδωσαν στα Ηνωμένα Έθνη. Με παρέλαβαν ακολούθως οι δικοί μας και με πήγαν κατευθείαν στο γραφείο του προεδρεύοντος της Δημοκρατίας, του μ. Γλαύκου Κληρίδη. Εκεί με άκουσε ο Πρόεδρος με μεγάλο σεβασμό για δύο ώρες. Χωρίς να με ρωτά λεπτομέρειες. Μου είπε όμως μια κουβέντα που τη θυμάμαι μέχρι σήμερα: «Άκου κόρη μου. Όπως σε έριξαν κάτω και σηκώθηκες -γιατί έχεις σηκωθεί πια- έτσι θα πρέπει να μείνεις. Δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν ούτε για το τι έχεις περάσει ούτε για το τι δεν πέρασες».
Το αντάμωμα
Οι υπηρεσίες του κράτους καθυστερούσαν να εντοπίσουν τη μητέρα μου και τα υπόλοιπά μου αδέλφια, αφού λόγω των γεγονότων της εισβολής είχαν φύγει από τη Λευκωσία προς τις ορεινές περιοχές. Έτσι εκείνο το βράδυ από το γραφείο του Προέδρου με μετέφεραν σε μια ιδιωτική κλινική. Εκεί ερχόντουσαν και διάφορες κυρίες της Λευκωσίας και ήθελαν να με πάρουν μαζί τους. Εγώ αναζητούσα τη μητέρα μου, την οποία δεν έβρισκαν όμως οι αρμόδιοι. Όπως εκ των υστέρων έμαθα, η μάνα μου ερχόταν κάθε μέρα στη Λευκωσία και ρωτούσε για μένα εκεί που ερχόντουσαν οι αιχμάλωτοι. Και η μητέρα μου και ο πατριός μου και ο αδελφός μου, ο Σ... Κάποια στιγμή βρέθηκε η μάνα μου. Ήρθε και με αγκάλιασε. Ωστόσο προέκυψαν διαδικασίες αφού εγώ ήμουν υπό την προστασία του Γραφείου Ευημερίας, ενόσω δεν έβρισκαν τους δικούς μου.
Είναι περιττό να σας πω ότι για δύο χρόνια με τον παραμικρό θόρυβο που άκουα έμπαινα κάτω από το κρεβάτι.
Δύο χρόνια δεν μπορούσα να δω ένστολο. Ερχόταν ο αδελφός μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην Ε.Φ. και έβγαζε τη στολή έξω από το σπίτι. Έξω από την πόρτα και μετά έμπαινε μέσα. Αυτά!».
Πηγή: Εφημερίδα Πολίτης