Η εξομολόγηση του μοναχού, η θλίψη για τα ψέματα του πατέρα του και η δικαίωση
15:58 - 25 Ιανουαρίου 2019
Στο κενό έπεσε η αγωγή των γονιών του 41χρονου μοναχού Χρίστου Νεάρχου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, κατά του Μητροπολίτη Λεμεσού, του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ και της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ισχυριζόμενοι ότι το παιδί τους οδηγήθηκε σε αυτή την επιλογή λόγω πλύσης εγκεφάλου που υπέστη από ιερείς.
Κρίνοντας την μαρτυρία του μοναχού αξιόπιστη και την μαρτυρία του πατέρα του αναξιόπιστη, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των γονιών του ότι υπήρξε οργανωμένη, επίμονη και έντονη άσκηση ηθικής, πνευματικής και ψυχολογικής βίας στο γιο τους, ο οποίος όπως ισχυρίστηκαν ήταν ευάλωτος λόγω προσωπικών περιστάσεων και προβλημάτων, με σκοπό τον ανεπίτρεπτο προσηλυτισμό του στο καθεστώς του μοναχισμού, κάτω από συνθήκες καταπιεστικής επιρροής τους.
Η εξομολόγηση του μοναχού
Θέση του μοναχού ενώπιον Δικαστηρίου ήταν ότι η ουσία του προβλήματος έγκειται στην ανικανότητα του πατέρα του να αποδεχθεί το γεγονός ότι ο ίδιος έγινε μοναχός, αφού δεν συμφωνεί με τις δικές του αποφάσεις και δεν μπορεί να σεβαστεί την προσωπική του ελευθερία, συμπεριφορά που τον θλίβει, εφόσον για να πετύχει τους σκοπούς του λέει ψέματα και ανακρίβειες.
Ο μοναχός αναφέρθηκε στον ισχυρισμό του πατέρα του ότι ο ίδιος είχε σοβαρό δεσμό με σκοπό το γάμο, γεγονός ανυπόστατο, όπως είπε χαρακτηριστικά.
Περαιτέρω, είπε ότι ο πατέρας του κατηγορεί άδικα σπιλώνοντας άτομα, την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και τις παραδόσεις του μοναχισμού, ενώ με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά τον παρουσιάζει ως ανίκανο να διαχειριστεί την προσωπική του ζωή και ως ψυχικά ασθενή.
Περαιτέρω, είπε ότι ο πατέρας του κατηγορεί άδικα σπιλώνοντας άτομα, την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου και τις παραδόσεις του μοναχισμού, ενώ με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά τον παρουσιάζει ως ανίκανο να διαχειριστεί την προσωπική του ζωή και ως ψυχικά ασθενή.
«Είναι τουλάχιστον εγωιστικό και εξωπραγματικό να αποφασίζει κάποιος για τη ζωή κάποιου άλλου, έστω και για το παιδί του, για το τι πραγματικά θέλει» ανέφερε ο μοναχός, ενώ τόνισε ότι σε ερώτηση του προς τον πατέρα του, κατά τις επισκέψεις του στην Μονή, αν τον βλέπει ευτυχισμένο, αυτός του απάντησε θετικά.
Θεωρεί εξωπραγματικό το γεγονός ότι ο πατέρας του, άνω των 70 χρονών, ζητά την κηδεμονία του ιδίου, ως σαραντάχρονου παιδιού του, υπογραμμίζοντας ότι οι προσωπικές επιλογές είτε θρησκευτικές, είτε άλλες, αποτελούν απαραβίαστα δικαιώματα και δεν μπορεί κανένας να εξετάσει τους λόγους λήψεως οποιασδήποτε απόφασης.
Τόνισε επίσης ότι επιλογή του να γίνει μοναχός ήταν ελεύθερη και αυτόβουλη και ουδέποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων 17 χρόνων μετάνιωσε για αυτήν την επιλογή του. Αντίθετα ευχαριστεί και δοξολογεί το Θεό που τον βοήθησε να ακολουθήσει αυτή την πορεία στη ζωή του.
Επίσης διευκρίνισε ότι η «υπακοή» στον μοναχικό βίο γίνεται πάντοτε εκούσια και είναι εναρμονισμένη με τη χριστιανική διδασκαλία. Ισοδυναμεί με αγάπη και ταπείνωση.
Αντεξεταζόμενος επέμενε ότι ουδέποτε του ασκήθηκε πίεση από οποιονδήποτε για να γίνει μοναχός. Ο ίδιος δεν άλλαξε τη θρησκεία του και εσφαλμένα χρησιμοποιείται η λέξη «προσηλυτισμός».
Ανέφερε ότι ο ίδιος σέβεται τις απόψεις του πατέρα του εν αντιθέσει με αυτόν, ο οποίος δεν σέβεται τις δικές του αποφάσεις που αφορούν την προσωπική του ζωή. Ο πατέρας του οφείλει να σεβαστεί το δρόμο που ο ίδιος επιθυμεί να ακολουθήσει, ως και το γεγονός ότι έγινε μοναχός.
Οφείλει, όπως ανέφερε, να μην επεμβαίνει στην προσωπική του ζωή και να μην κρίνει δημόσια τις προσωπικές του επιλογές. Ο ίδιος διατηρεί το δικαίωμα, αφού ακούσει τις απόψεις του πατέρα του, να αποφασίσει ό,τι θεωρεί ο ίδιος καλύτερο για τον εαυτό του, εφόσον είναι 40 χρονών και έχει δική του προσωπική θέληση και κρίση.
Τόνισε δε, ότι είναι λυπηρό γιατί είναι αναγκασμένος να καταθέσει στο Δικαστήριο επειδή ο πατέρας του δεν σέβεται τις προσωπικές του επιλογές - γεγονός που τον στενοχωρεί - και μάλιστα να τον διαψεύσει γιατί είναι υπόχρεος να πει την αλήθεια, ενώ θεωρεί ότι οι γονείς θα πρέπει να αρκούνται στο γεγονός ότι το παιδί τους είναι ευτυχισμένο, έστω και αν ενεργεί με τρόπο που οι ίδιοι δεν το αποδέχονται.
Τέλος, υπέδειξε στο Δικαστήριο ότι η 17χρονη παραμονή του στο μοναστήρι καταδεικνύει ότι η απόφαση του να γίνει μοναχός, δεν ήταν απόφαση διεξόδου αλλά καθαρά προσωπική του επιλογή, για την οποία δεν έχει μετανιώσει. Μάλιστα, δοξολογεί το Θεό που του έδωσε τη δύναμη να ακολουθήσει αυτό το δρόμο.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
«Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τον Ενάγοντα 1 – πατέρα του μοναχού - να καταθέτει ενώπιον του Δικαστηρίου και κρίνω ότι επί των αμφισβητούμενων γεγονότων, δεν είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια. Πέραν του ότι σχημάτισα αρνητική εικόνα σε σχέση με την αξιοπιστία του, εντόπισα στη μαρτυρία του έκδηλα στοιχεία υπερβολής ως και σημεία τα οποία κατά την άποψη μου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, εντόπισα σημεία της μαρτυρίας του που χαρακτηρίζονται από ασάφεια, αοριστία και χωρίς πραγματικό υπόβαθρο που να τεκμηριώνεται με μαρτυρία».
Αυτό ανέφερε στην καταλυτική του απόφαση του Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την αγωγή και τις αξιώσεις για αποζημιώσεις του πατέρα του μοναχού.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς του πατέρα ότι ο μοναχός διατηρούσε φιλικές σχέσεις με κοπέλες και τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ως φοιτητής διατηρούσε σοβαρό δεσμό με νεαρή συμφοιτήτρια του.
Αντεξεταζόμένος, επέμενε στον ισχυρισμό του αυτό, όμως ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το όνομα της εν λόγω κοπέλας ούτε και ενδιαφέρθηκε να το μάθει, εφόσον θεώρησε το συγκεκριμένο θέμα επουσιώδες για να ασχοληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ισχυρισμός ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο.
«Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι αυτός ο ισχυρισμός του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και αποτελεί εκ των υστέρων κατασκεύασμα του, στην προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο ότι ο γιος του μέχρι και την είσοδο του στην Μονή, ζούσε μια φυσιολογική ζωή, η οποία συμπεριελάμβανε και σοβαρό δεσμό με το αντίθετο φύλο και προφανώς για να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη θέση του περί «προσηλυτισμού» και «χειραγώγησης» του γιου του».
Τα περί κυκλώματος και οι θεοκάπηλοι
Επίσης το Δικαστήριο μίλησε για «εμφανή προσπάθεια» από τον πατέρα του μοναχού να αποκρύψει την επαφή του γιου του με την εκκλησία και το κατηχητικό κατά την παιδική του ηλικία, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι ο γιος του, χωρίς να έχει καμιά σχέση με την εκκλησία, έγινε μοναχός κατόπιν χειραγώγησης.
Σε σχέση με τις αναφορές του για κύκλωμα στρατολόγησης μοναχών, το Δικαστήριο έκρινε ότι «αναμφίβολα, πρόκειται για ασαφείς, αόριστους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί», αναφέροντας ότι παρέμειναν απλοί ισχυρισμοί, χωρίς κανένα πραγματικό υπόβαθρο.
Σε ότι αφορά τους ισχυρισμούς του πατέρα ότι ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος σε συνάντηση τους τον Δεκέμβριο 2001 χαρακτήρισε τους Εναγόμενους ως «Θεοκάπηλους» και «Θεομπαίχτες» από τους οποίους έπρεπε να γλυτώσει τον γιο του, το Δικαστήριο δεν τους έκανε αποδεκτούς, αναφέροντας ότι πρόκειται για πολύ σοβαρούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι χωρίς τη μαρτυρία του Μητροπολίτη Πάφου δεν μπορούν απροβλημάτιστα να αποδοθούν σ' αυτόν, χωρίς τη δική του μαρτυρία και τεκμηρίωση της ισχυριζόμενης θέσης του.
Στο κενό και η μαρτυρία του αδελφού του
Στο κενό έπεσε και η μαρτυρία του αδελφού του μοναχού, με το Δικαστήριο να αναφέρει στην απόφαση του ότι στόχος του ήταν να βοηθήσει τους γονείς του στην τεκμηρίωση της υπόθεσης, «όμως ανεπιτυχώς».
Ο αδελφός του μοναχού, αναφέρθηκε στη σχέση του με τον Χρίστο, την οποία χαρακτήρισε ως στενή φιλική, πέραν του αδελφικού δεσμού, ως και τον πόνο που του προκάλεσε η είσοδος του στην Μονή. Το μέρος αυτό της μαρτυρίας του έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο, εφόσον ουδόλως αμφισβητήθηκε από την πλευρά των Εναγομένων.
Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι η συμπεριφορά του Αρχιμανδρίτη Εφραίμ χαρακτηριζόταν από αλαζονεία και εκβιασμό. «Και τούτο γιατί ο ίδιος ουδέποτε γνώρισε ούτε και συνάντησε τον Αρχιμανδρίτη Εφραίμ και ουδέποτε επισκέφθηκε την Μονή».
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η θέση του αυτή πηγάζει από πληροφορίες που λάμβανε από τον πατέρα του, του οποίου η μαρτυρία δεν έγινε αποδεκτή.
Περαιτέρω η θέση του ότι η υγεία της μητέρας τους κλονίσθηκε σοβαρά λόγω του συνεχούς άγχους της επειδή δεν μπορούσε να συναντήσει για 7 χρόνια τον γιο της, δεν έγινε επίσης αποδεκτή, καθώς καμιά ιατρική μαρτυρία προσκομίσθηκε που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό, ενώ ούτε η ίδια κατέθεσε ενώπιον Δικαστηρίου.
Επιπρόσθετα, η θέση του ότι πρόσφατα ενημερώθηκε από τον άλλο αδελφό του το επίθετο της κοπέλας με την οποία διατηρούσε σοβαρό δεσμό ο μοναχός, αν και γνώριζε για το δεσμό αυτό πριν 17 χρόνια, δεν έγινε αποδεκτή καθώς το Δικαστήριο έκρινε «παράδοξο και παράλογο ο αδελφός του να διατηρούσε σοβαρό δεσμό με κοπέλα και ο ίδιος να μην την είχε γνωρίσει και μάλιστα δεν γνώριζε ούτε και το όνομα της μέχρι πρόσφατα».
Άδειασμα μαρτυρίας Κλινικού Ψυχολόγου
Καταπέλτης ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την μαρτυρία Κλινικού Ψυχολόγου ο οποίος κατέθεσε έκθεση που αφορά τη διαδικασία σκέψης ως και τους παράγοντες που επηρεάζουν και χειραγωγούν τη βούληση ενός ατόμου.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που είχε ενώπιον του, όπως η διακοπή των σπουδών του, το αντικείμενο των σπουδών του, η ηλικία του, τα ενδιαφέροντα του πριν γίνει μοναχός, ο τρόπος προσχώρησης του και το γεγονός ότι δεν είχε επαφή με την οικογένεια του, τον οδήγησαν στο λογικό συμπέρασμα ότι η απόφαση του Χρίστου να γίνει μοναχός, αποτελούσε προϊόν επηρεασμού και όχι συνειδητής βούλησης, παρόλο που ουδέποτε τον συνάντησε ούτε και επισκέφθηκε το χώρο όπου εγκαταβιώνει.
Το Δικαστήριο διαφώνησε με το συμπέρασμα του ψυχολόγου, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «είναι αδιανόητο για το Δικαστήριο να αποδεχθεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα που αφορά τη σκέψη, τη βούληση ως και το συνειδητό της απόφασης προσώπου - το οποίο δεν έχει κηρυχθεί ως διανοητικά ανίκανο - χωρίς αυτός να έχει προσωπική επαφή και αριθμό προσωπικών συνεντεύξεων με το πρόσωπο αυτό. Κρίνω ότι η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας είναι άκρως παρακινδυνευμένη και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυθαίρετα συμπεράσματα, εφόσον το συνειδητό ή όχι της απόφασης του μοναχού το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της εμπειρογνωμοσύνης του Κλινικού Ψυχολόγου, θα μπορούσε κατά την άποψη μου, να διαπιστωθεί μόνο με προσωπική συνέντευξη του μαζί του».
Είπε μόνο την αλήθεια ο μοναχός
Καταλήγοντας στην απόφαση του το Δικαστήριο και εξετάζοντας την μαρτυρία του μοναχού, ανέφερε ότι έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα και δεν άφησε καμιά αμφιβολία ότι όσα αυτός ανέφερε στο Δικαστήριο ανταποκρίνονται μόνο στην αλήθεια.
Με εμφανή ειλικρίνεια και αυθορμητισμό, χωρίς δισταγμό και υπεκφυγές, απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβάλλοντο και η αξιοπιστία του ουδόλως κλονίστηκε από την αντεξέταση, τόνισε το Δικαστήριο, προσθέτοντας ότι με ηρεμία και θετικότητα, επεξήγησε και τοποθετήθηκε ρητά και με σαφήνεια ότι η επιλογή και η απόφαση του να ακολουθήσει το μοναχισμό ήταν ελεύθερη, εκούσια και αυτόβουλη, αποκλειστικά δική του και αποτέλεσμα πολλών μηνών εσωτερικού προβληματισμού και προσευχής και χωρίς παρέμβαση και επηρεασμό από τρίτους.
Τα όσα ανέφερε, είπε το Δικαστήριο, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα περί χειραγώγησης και «προσηλυτισμού» του, υποδεικνύοντας ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμα του να ακολουθήσει το δρόμο του μοναχισμού και να ζει με τον τρόπο που επεξήγησε, ακολουθώντας τους κανόνες τους οποίους ο ίδιος αυτόβουλα και με τη θέληση του επέλεξε.
«Ο Χρίστος Νεάρχου αυτόβουλα, ελεύθερα και συνειδητά επέλεξε να εγκαταβιώσει σε άβατο μοναστήρι, να ακολουθήσει συγκεκριμένο τρόπο ζωής όπως τον επεξήγησε ενώπιον του Δικαστηρίου και να απορρίψει την οικογενειακή και ιδιωτική ζωή με τον τρόπο που οι γονείς του τον αντιλαμβάνονται. Επέλεξε ελεύθερα και με πλήρη επίγνωση να ακολουθήσει το δρόμο της ακτημοσύνης και επομένως κανένα δικαίωμα των Εναγόντων επηρεάζεται σε σχέση με την επιθυμία τους να μεταβιβάσουν περιουσία στον γιο τους, εφόσον κανένας δεν εξαναγκάζεται να αποδεχθεί περιουσία που του μεταβιβάζεται από άλλο πρόσωπο. Όπως ο Χρίστος Νεάρχου ανέφερε στο Δικαστήριο, αποτελεί δικαίωμα του να μην θέλει να κληρονομήσει περιουσία ή αν κληρονομήσει να τη δώσει όπου ο ίδιος επιθυμεί».
Την υπόθεση για την πλευρά του μοναχού κέρδισε ο δικηγόρος Μάριος Χαρτζιώτης, ενώ τους ενάγοντες εκπροσώπησε ο Λουκής Λουκαϊδης.