«Ο πραματευτής! Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό…»

«Ο πραματευτής! Κουβαρίστρες, βελονάκια, ψιλολόγια ένα σωρό…», είναι το τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη, που έγινε ύμνος όλων όσοι κάποτε άσκησαν, ή κάποιοι εξακολοθούν να ασκούν, το επάγγελμα αυτό. Το επάγγελμα του πραματευτή. 

Αυτό είναι και το τραγούδι που μου καρφώθηκε στο μυαλό μετά από τη συζήτηση που είχα με την μητέρα μου πριν από μερικές μέρες, όταν μου ανέφερε πως η γιαγιά μου, είχε αγοράσει από μικρή ηλικία την προίκα μου. Στην αρχή χαμογέλασα. Ποια προίκα; Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και αμέσως άρχισα να φέρνω στο μυαλό μου αναμνήσεις, όταν κάποια από τα πολλά μεσημέρια που περνούσα στο σπίτι της γιαγιάς, εκείνη έβγαινε στην αυλή και αγόραζε από ένα κύριο που ερχόταν με βανάκι φορτωμένος με την πραμάτεια του. Αγόραζε σεντόνια, πετσέτες και ρούχα. Αυτός ήταν ο πραματευτής που ερχόταν στον προσφυγικό συνοικισμό του χωριού…

Ο πραματευτής είναι από τα επαγγέλματα εκείνα που χάθηκαν στον χρόνο και για αυτό τον λόγο είναι που δεν εντόπισα εύκολα κάποιον που να συνεχίζει να μεταφέρει από χωριό σε χωρίο την πραμάτεια του.
 
Ο κ. Γιώργος Πολυκάρπου, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σε δουλειά πραματευτής της εποχής του και εξιστορεί στον REPORTER τις εμπειρίες του, τα 43 χρόνια που πέρασε στο τιμόνι, προικίζοντας οικογένειες από πολλά χωριά της Κύπρου.
«Η δουλειά αυτή ήταν διασκέδαση»
Κάθε μέρα για το κ. Γιώργο, ήταν διαφορετική. Το δρομολόγιο άλλαζε καθημερινά. Πάντα όμως ένιωθε πως η επαφή του με τον κόσμο τον έκανε χαρούμενο. «Η δουλειά αυτή ήταν διασκέδαση», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Ξεκινούσα από την Κοκκινοτριμιθιά, και κάθε μέρα είχα διαφορετικό δρομολόγιο. Τη Δευτέρα για παράδειγμα πήγαινα στον συνοικισμό της Ανθούπολης. Την Τρίτη πήγαινα Τεμπριά από εκεί έφτανα Ευρύχου, Κοράκου, Λινού, Φλάσου και πάλι πίσω στο σπίτι. Την επόμενη μέρα φόρτωνα με πράγματα το βανάκι και πήγαινα στο Καλό Χωριό και Φαρμακά, χαιρόμουν όταν πήγαινα στον Φαρμακά. Εκεί ο κόσμος ήταν πρόσχαρος. Δεν σταματούσα σε σπίτι και να μην έρθουν με τον δίσκο να με κεράσουν κάτι να πιώ», περιγράφει ο κ. Γιώργος.
«Πωλούσα ότι χρειαζόταν ένα νοικοκυριό»
Τη δουλειά αυτή την κάνει από το 1976, πλέον όμως ένας-ένας χάνονται. Αλλά ο κ. Γιώργος προσπαθεί να κρατήσει αυτό που έχει πιο πολύ ανάγκη στα 74 του χρόνια. Την επαφή του με τον κόσμο.
«Ο πατέρας μου είχε καφενείο σε ένα δρόμο, ο οποίος συνέδεε όλη την Κύπρο και περνούσε πολύς κόσμος. Εκεί ήταν αρχικά το πόστο μου και μετά έβγαινα στη γύρα. Πωλούσα  γυναικεία ρούχα, ρούχα παιδικά, σεντόνια, προικιά, παπούτσια, πιάτα.. από όλα. Μαγείρισσες, ότι χρειαζόταν ένα νοικοκυριό. Παίρναμε ε πολλά χρήματα. Ήξερες πως θα ξεκινήσεις και θα έκλεινες την ημέρα με 500 λίρες στην τσέπη. Από το 1990 και μετά η δουλειά άρχισε να πέφτει σταδιακά, μέχρι σήμερα όμως συνεχίζω να πηγαίνω σε αυτούς τους λίγους πελάτες που μου έμειναν. Πλέον χανόμαστε ένας-ένας…μεγαλώσαμε και δεν έχει ούτε δουλειά», εξηγεί ο κ. Γιώργος.

Από πελάτες, οι δικοί τους άνθρωποι
Η αγνότητα των ανθρώπων, οι ειλικρινείς σχέσεις που δημιουργούνταν μεταξύ αγνώστων την εποχή εκείνη, είναι αυτό που του λείπει πιο πολύ. Ο κ. Γιώργος, μου εξηγεί για τις σχέσεις που είχε με τους πελάτες του και τις πραγματικές φιλίες που δημιουργήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων.

«Οι πελάτες μας ήταν φίλοι μας, γίνονταν με τον καιρό σαν δικοί μας άνθρωποι και δεν περνούσε από το μυαλό μας να τους κλέψουμε. Προσπαθούσαμε να τους δώσουμε πάντα κάτι που άξιζε τα χρήματα που θα έδωναν σε εμάς. Μας αγαπούσαν. Ξέρεις τι σημαίνει να περνάς έξω από το σπίτι κάποιου, να σου φωνάζει να πιείς μαζί του καφέ;  Το συναίσθημα αυτό είναι υπέροχο».
«Τόσο καλά περνούσα με τον κόσμο, που άμα πέθαινε κάποιος, μου στοίχιζε», μου λέει ο κ. Γιώργος και συγκινείται. «Είχα μια πελάτισσα στην Φλάσου, θυμάμαι, την Κατερίνα. Ήταν μεγάλη σε ηλικία και της φώναζα ''Κατερινάκι μου, που είσαι κούκλα μου;'', και χαιρόταν πολύ όταν με έβλεπε. Μια μέρα λοιπόν της φώναξα έτσι όπως πάντα. Άκουσα τον άνδρα της να μου λέει ''α το Κατερινάκι σου, έφυγε. Πέθανε γιε μου''. Έκλαιγα όπως το μωρό».
 
Θυμάται άλλη μια πελάτισσα-φίλη, την κ. Ελένη. «Η Ελένη του μάστρου, έτσι την έλεγαν. Για δύο μήνες δεν είχε εμφανιστεί. Σκεφτόμουν, μήπως δεν της άρεσε κάποιο προϊόν, μήπως της το έβαλα ακριβό. Την έψαξα παντού από ενδιαφέρον και μετά από καιρό έμαθα πως είχε πεθάνει. Μου χρωστούσε κάποια χρήματα και το γνώριζαν τα παιδιά της. Όταν ήρθαν να μου τα φέρουν τους είπα να τα κρατήσουν και να κάνουν το επόμενο μνημόσυνό της από εμένα. Αυτό ένιωθα ότι ήταν το σωστό», λέει ο κ. Γιώργος.

Πλέον ο κ. Γιώργος Πολυκάρπου έχει συνταξιοδοτηθεί, ωστόσο κάποιες φορές τον μήνα,- μέχρι και σπάνια, παίρνει το βανάκι του εφόσον πρώτα του τηλεφωνήσει κάποιος από τους παλιούς καλούς του πελάτες και προσπαθεί να πωλήσει όσα έμεινα από την πραμάτεια του, αλλά και τα βότανα με τα οποία ασχολείται το τελευταίο διάστημα.

Δειτε Επισης

Εξάσφαιρη Ατλέτικο σκόρπισε τη Σπάρτα-Κέρδισε την Σλόβαν η Μίλαν
Καμορανέζι με τέσσερις μήνες καθυστέρηση-Αναλαμβάνει την Ανόρθωση ο Ιταλός
Ζητά χρήματα από το στοίχημα ο ΠΑΣΠ-Έστειλε επιστολή στον Πρόεδρο
Ανακοίνωσε Γιώργο Κωστή ο Ολυμπιακός-Η διάρκεια του συμβολαίου του
Κυνηγά το 100ο του γκολ στο Τσάμπιονς Λιγκ ο Λεβαντόφσκι
Πλήγμα με Τσιμίκα στη Λίβερπουλ-Χάνει το παιχνίδι με τη Ρεάλ
«Δώστε μου πίσω τους παίκτες μου και θα δείτε τη Μάντσεστερ Σίτι»
Τέλος από την Ομόνοια ο Κωνσταντίνος Παναγή-Βγάζει το τριφύλλι μετά από δέκα χρόνια
Τοποθετήθηκε για την κόντρα με την ΚΟΠ η Ομόνοια-«Δεν προσβλέπουμε στο να κερδίσουμε εμείς κάτι ως ομάδα»
Το κενό στη γραμμή του VAR για το γκολ της Πάφου και η κόκκινη στον Κουλιμπαλί-Η ανάλυση Κυπριανίδη