Όταν ο Χαριστέας «κάρφωσε» τον Ρικάρντο και ύψωσε το «πειρατικό» στο Ντα Λουζ
08:54 - 04 Ιουλίου 2019
Το θαύμα του 2004 το έζησα από κοντά. Έχουν περάσει από τότε 15 χρόνια και ομολογώ πως η προσπάθεια να γυρίσω την μνήμη μου πίσω, να θυμηθώ εκείνες τις ημέρες, είναι μία διαδικασία που με μελαγχολεί.
Τίποτα σήμερα δεν είναι το ίδιο. Οι πολίτες της χώρας εκείνη την εποχή, ζούσαν τις χρυσές ημέρες. Μόνο που λίγο αργότερα ο χρυσός αποδείχτηκε άνθρακας, το δανεικό χρήμα που σπαταλούσαμε, αποδείχτηκε παρά πολύ ακριβό και το πληρώσαμε με αίμα. Καταλαβαίνω πως δεν περιμένατε αυτόν τον πρόλογο σε ένα κείμενο που ο χαρακτήρας του θα έπρεπε να είναι πανηγυρικός, καθώς πρόκειται για την μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού, πιθανότατα για το μεγαλύτερο θαύμα που έχει συμβεί ποτέ σε ομαδικό άθλημα.
Δεν πιστεύω ποτέ πως έχει κατακτήσει ομάδα ένα τρόπαιο, που στον ίδιο θεσμό δεν είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν ούτε μία νίκη. Κι όμως το καταφέραμε οι Έλληνες. Πριν το 2004, η Εθνική μας ποδοσφαίρου δεν είχε πετύχει ούτε μία νίκη σε μεγάλη διοργάνωση, πήγαμε στα τελικά της Πορτογαλίας με μία καλή έτοιμη για διάκριση ομάδα και δεν αρκεστήκαμε σε μία καλή πορεία. Κατακτήσαμε το Ευρωπαϊκό.
Να επιστρέψουμε όμως σε εκείνες της ημέρες. Στις εκλογές του Μαρτίου είχε κερδίσει η Ν.Δ. του Κώστα Καραμανλή, στα επινίκια βλέπαμε οπαδούς του Παναθηναϊκού με κασκόλ, να πανηγυρίζουν. Βλέπετε, τα σημαντικά προβλήματα των πολιτών, αν εξαιρέσει κανείς την φούσκα του χρηματιστηρίου, ήταν ευτελή σε σχέση με όσα ακολούθησαν.
Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΜΕ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Είχαμε μπροστά μας τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η διάθεση ήταν στα ύψη. Ο Έλληνας είχε την δυνατότητα να ακολουθήσει μαζικά αυτήν την προσπάθεια, να ζήσει με την ψυχή και με την παρουσία του αυτήν την μεγάλη επιτυχία. Εκείνη την εποχή, ήμουν 27 ετών. Τρομάζω στην σκέψη με την ευκολία που κατάφερα μετά την πρόκριση στα νοκ άουτ να ταξιδέψω στην Πορτογαλία και τελικά να παραμείνω μέχρι το τέλος της διοργάνωσης. Η Λισαβόνα, το Οπόρτο και στην συνέχεια ξανά η Λισαβόνα ήταν γεμάτη με χαρούμενους Έλληνες.
ΣΗΚΩΣΕ ΤΟ
Πέρα από την εκπληκτική ομάδα που είχαμε, υπήρχε μεταξύ των Ελλήνων μία εντυπωσιακή αύρα, που οδήγησε την Ελλάδα σε αυτό το ταξίδι. Το περίφημο "σήκωσέ το", ακούστηκε λίγο πριν την λήξη του πρώτου παιχνιδιού με την Πορτογαλία. Ομολογώ πως όταν το άκουσα, γέλασα και δεν μπορούσα να καταλάβω την έμπνευσή του. Πώς γίνεται κάποιος να σκεφτεί να φωνάξουμε κάτι τόσο εξωπραγματικό. Από την πρώτη στιγμή όμως πού πήγα στην Πορτογαλία, διαπίστωσα, πως η εξέδρα δημιουργούσε έναν απίστευτο παλμό μία θετική αύρα που παρέσερνε και την Εθνική ομάδα.
Έμοιαζε σαν να ήταν όλα μέρος μίας μεγάλη κινηματογραφικής παραγωγής, που από την αρχή γνώριζες το τέλος της. Μπορεί να μην το είπαμε ποτέ ο ένας στον άλλον, αλλά όσοι βρεθήκαμε στην Πορτογαλία, από ένα σημείο και μετά, είχαμε καταλάβει τι θα γίνει. Τις παραμονές των αγώνων που αν κερδίζαμε συνεχίζαμε, αν χάναμε πηγαίναμε σπίτια μας, είχαμε στην επιφανή μας παρέα την εξής ερώτηση. Που θα είμαστε αύριο τέτοια ώρα. Μέσα μας όλοι γνωρίζαμε, πως θα μείνουμε στην Πορτογαλία. Χρήμα άλλωστε εκείνη την εποχή υπήρχε και μας έκανε να είμαστε πιο ξέγνοιαστοι και αυτό έβγαινε στους δρόμους, έβγαινε και στο γήπεδο.
Η ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ
Είχαμε όμως και σπουδαία ομάδα. Προσωπικά το πίστευα πολλά χρόνια πριν. Είχα σε μεγάλη εκτίμηση τον κορμό της Εθνικής και γέμισα με αισιοδοξία, όταν ανέλαβε την Εθνική μας ο μεγάλος Ρεχάγκελ. Εκείνη την εποχή, υπήρχε μία φουρνιά με μεγάλες προσωπικότητες, ποδοσφαιριστές που είχαν γράψει πολλά χιλιόμετρα, ήταν ηγέτες στις ομάδες τους και είχαν κάτι πολύ σημαντικό που έλειπε τα προηγούμενα χρόνια από τους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Είχαν μάθει να είναι σε διάρκεια ανταγωνιστικοί σε υψηλό επίπεδο ποδοσφαίρου.
Μια λεπτομέρεια που δεν έχει αξιολογηθεί όσο θα έπρεπε αλλά μαρτυρά τον λόγω της επιτυχίας, είναι πως το καλοκαίρι του 2004 όταν πηγαίναμε στο Euro, το ελληνικό ποδόσφαιρο σε συλλογικό επίπεδο καταλάμβανε την 6η θέση στην Ευρώπη. Ναι καλά διαβάσατε, στην βαθμολογία της UEFA η Ελλάδα ήταν στην 6η θέση και έβγαλε το καλοκαίρι του 2004 τρεις ομάδες στο Champions League. Αμέσως βέβαια φροντίσαμε να αποδείξουμε πως είμαστε εντελώς ακατάλληλοι να διαχειριστούμε μία τόσο μεγάλη επιτυχία, καθώς ο ΠΑΟΚ που πήρε το τρίτο εισιτήριο, χρησιμοποίησε ποδοσφαιριστή που δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής και μηδενίστηκε.
Πάντως το μεγάλο όπλο εκείνης της ομάδας ήταν πως είχε μάθει στα δύσκολα, είχε ποδοσφαιριστές που με ελληνικές ομάδες είχαν παίξει πολλά ευρωπαϊκά παιχνίδια, έζησαν επιτυχίες, μεγάλες νίκες αλλά και πήραν το χειροκρότημα σε βραδιές που δεν τα κατάφεραν στην λεπτομέρεια. Ήξεραν πρώτα από όλα, οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές τον τρόπο, σε εκείνο το ποδόσφαιρο να είναι ανταγωνιστικοί, κάτι που δεν υπάρχει στην σημερινή πραγματικότητα.
Η ΠΡΟ-ΡΕΧΑΓΚΕΛ ΕΠΟΧΗ
Το μεγάλο πρόβλημα με την Εθνική μας ομάδα, ήταν πως για χρόνια δεν την παίρναμε στα σοβαρά. Είχαν έρθει τόσες αποτυχίες στο παρελθόν, που δεν μπορούσε να φανταστεί ο Έλληνας, που ήταν γεννημένος την δεκαετία του '30, του '40, του '50 και του '60 πως μπορεί να πετύχει. Ήταν ανυπόληπτη η Ομοσπονδία και οι προπονητές περισσότερο κοίταζαν να τα έχουν καλά με τον σύλλογο που κάθε εποχή στηρίζει την ΕΠΟ, παρά να φτιάξει ένα ανταγωνιστικό σύνολο.
Μην πάμε μακριά, ο προκάτοχος του Ότο Ρεχάγκελ, ήταν ο Βασίλης Δανιήλ. Τα αποτελέσματά του με τον Παναθηναϊκό στην Ευρώπη τον βάζουν μέσα στην λίστα με τους κορυφαίους διαχρονικά Έλληνες προπονητές, όμως όταν ανέλαβε την Εθνική, επειδή την ΕΠΟ την στήριζε ο Ολυμπιακός, βασίστηκε στους ποδοσφαιριστές του. Ο ίδιος έχει ομολογήσει πως αυτό ήταν και το μεγάλο του λάθος.
Ο ΙΟΡΝΤΑΝΕΣΚΟΥ ΗΤΑΝ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ
Ο πρώτος που προσπάθησε να βάλει την Εθνική Ελλάδος, σε μία πιο σοβαρή, πιο επαγγελματική λογική, ήταν ο Ιορντανέσκου. Δεν το λέω εγώ αυτό, το ανέφεραν οι άνθρωποι της ΕΠΟ, στις αμέτρητες συζητήσεις που κάναμε στα λόμπι των ξενοδοχείων. Ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να διώξει τις παλιές συνήθειες και να ξεχωρίσει την Εθνική από τις παθογένειες του παρελθόντος. Για πολλά χρόνια, τα ταξίδια με την Εθνική ποδοσφαίρου ήταν αναψυχής και μία ευκαιρία να πάρουν οι σύμβουλοι της ΕΠΟ την οικογένειά τους, ακόμα και τις παράνομες τους σχέσεις και να κάνουν ταξιδάκια αναψυχής. Ο Ιορντανέσκου ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να βάλει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και κανόνες στα ταξίδια της Εθνικής ομάδας. Τον νίκησαν όμως τα αποτελέσματα και αποχώρησε νωρίς.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΡΕΧΑΓΚΕΛ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΪΖΕΡΣΛΑΟΥΤΕΡΝ
Το ίδιος θα μπορούσε να έχει συμβεί και με τον Ότο Ρεχάγκελ. Βλέπετε, η παλιά γενιά των ποδοσφαιρικών δημοσιογράφων σε μεγάλη ποσοστό, ήταν αθυρόστομοι, είχαν όμορφη και έξυπνη πένα, όμως ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δεν έβλεπαν. Δεν είχαν αντιληφθεί το μέγεθος του Ρεχάγκελ. Πως πρόκειται για έναν μύθο του γερμανικού ποδοσφαίρου, ενός ανθρώπου που ήταν μόνιμα απέναντι στο κατεστημένο της Μπάγερν και της πήρε τρία πρωταθλήματα. Τα δύο με την Βέρντερ και το ένα με την Καϊζερσλάουτερν. Το τελευταίο του, έχει και ιστορικό χαρακτήρα, καθώς κατάφερε να ανεβάσει την Καϊζερσλάουτερν στη μεγάλη κατηγορία και σα νεοφώτιστη να την στέψει πρωταθλήτρια.
Αγνοώ αν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο σε κάποιο από τα κορυφαία πρωταθλήματα, δηλαδή να πάρει το πρωτάθλημα ομάδα, που μόλις έχει ανέβει στην πρώτη κατηγορία. Ο Ρεχάγκελ το έκανε με την Καϊζερσλάουτερν την διετία 96-98, την ανέβασε κατηγορία και την επόμενη χρονιά πήρε πρωτάθλημα.
Τρία χρόνια αργότερα αυτός ο προπονητής ήρθε στην Ελλάδα και διαβάζαμε άρθρα πως ο συνταξιούχος και ήρθε να πάρει τα τελευταία του ένσημα. Αυτό όμως ήταν και το κλίμα γύρω από την Εθνική, δεν την είχαν μάθει να πετυχαίνει, ούτε να παίρνει η Ομοσπονδία να παίρνει σοβαρές αποφάσεις. Εδώ αξίζουν τα εύσημα στον Βασίλη Γκαγκάτση, όχι για την συνολική του διαδρομή στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά για την επιλογή του Ρεχάγκελ, αλλά και τις ελευθερίες που του έδωσε να επιβάλλει τους δικούς του κανόνες.
Η ΑΡΧΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΟΛΝΤ ΤΡΑΦΟΡΝΤ
Η Εθνική χρειαζόταν έναν προπονητή που πάνω από όλα θα πείσει τους ποδοσφαιριστές, πως αξίζει να προσπαθήσουν να πετύχουν μαζί της. Αυτή άλλωστε ήταν και η πρώτη δοκιμασία του Ότο Ρεχάγκελ. Έδιωξε στο πρώτο παιχνίδι με την Φινλανδία τους χαβαλέδες και κατάφερε να πείσει τους ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ, πως ήρθε η ώρα να σπάσουν το εμπάργκο τους και να επιστρέψουν στην Εθνική Ελλάδος. Αυτή η επιστροφή άνοιξε και τον δρόμο.
Στο πρώτο παιχνίδι που έπαιξαν οι Ντέμης, Κασάπης από την στιγμή που επέστρεψαν στην Εθνική, ήταν το 2-2 στο Ολντ Τράφορντ στις 6 Οκτώβρη του 2001. Μπορεί να μην είχε βαθμολογικό ενδιαφέρον αλλά η ομάδα σε εκείνη την αναμέτρηση, κατάλαβε τι μπορεί να πετύχει. Πως το ρόστερ είναι καλό, ότι υπάρχουν δυνατότητες και δημιουργήθηκαν προσδοκίες για πρόκριση στο τελικό του Ευρωπαϊκού του 2004. Θυμάμαι πως το εναρκτήριο παιχνίδι στην Λεωφόρο με την Ισπανία στον δρόμο για την Πορτογαλία το περιμέναμε με ενθουσιασμό. Εκείνη την περίοδο μετά από την ισοπαλία στο "Ολντ Τράφορντ", είχαμε κάνει καλά φιλικά.
ΤΟ ΚΟΜΒΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΜΕΝΙΑ
Το 2002 πριν το παιχνίδι με την Ισπανία, δώσαμε συνολικά 6 δυνατά φιλικά. Κερδίσαμε δύο φορές μέσα - έξω την Ρουμανία, είχαμε κερδίσει με 3-2 το Βέλγιο στην Πάτρα, φέραμε 2-2 με την Σουηδία, 0-0 με τους Τσέχους, κερδίσαμε με 3-1 την Κύπρο, φαινόταν πως η ομάδα είχε δέσει. Με τους Ισπανούς στην Λεωφόρο δεν παίξαμε άσχημα, αλλά το τελικό 2-0 μας προσγείωσε και η ήττα στο Κίεβο έμοιαζε ικανή να τα καταστρέψει όλα. Εκεί ήμασταν τυχεροί που υπήρχε λίγες ημέρες αργότερα το παιχνίδι με την Αρμενία, που το πήρε προσωπικά με την κλάση του ο Ντέμης, αν δεν ερχόταν αυτή η νίκη, ποτέ δεν θα καταλαβαίναμε που μπορούσαμε να φθάσουμε.
Μετά από εκείνη την νίκη, έμοιαζε σαν να έχει μπει το νερό στο αυλάκι, η ομάδα φώναζε πως θα πετύχει, απλά στην Ελλάδα εκείνη την εποχή λίγοι καταλαβαίνανε το άθλημα και είχαν αντίληψη του πόσο σπουδαία ομάδα είχαμε.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΕΚΑΝΕ ΟΜΑΔΑ
Ήταν ένα πολύ μεγάλο νούμερο ποδοσφαιριστών, που στις ελληνικές ομάδες ήταν πρωταγωνιστές, είχαν ηγετικά χαρακτηριστικά και ο καθένας το δικό του στιλ. Χρειαζόντουσαν έναν προπονητή να τους εμπνεύσει και να τους κάνει να καταλάβουν, πως όλες οι αποφάσεις είναι δικές του. Αυτός είναι που αποφασίζει, αυτός κάνει λάθη, όλα έχουν να κάνουν με την δική του αντίληψη, δίχως καμία παρέμβαση. Το στοιχείο αυτό ο Ρεχάγκελ το πρόσφερε, έκανε την διαφορά και επέτρεψε στους ποδοσφαιριστές να γίνουν ομάδα.
ΖΟΥΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΑΠΟΘΕΩΝΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Ασφαλώς και δεν ήταν όλα ρόδινα, αν ήταν κανείς βαθιά μέσα στην Εθνική τις ημέρες της Πορτογαλίας καταλάβαινε πως υπήρχαν ποδοσφαιριστές που τους ενοχλούσε, που ο Ρεχάγκελ ήταν τόσο αγαπητός από τον Έλληνα φίλαθλο. Ήταν το ταπεραμέντο, η ιδιοσυγκρασία του Γερμανού τέτοια, που κόλλησε με τον ψυχισμό του Έλληνα φιλάθλου που ήθελε με κάθε ευκαιρία να τον αποθεώνει και ο Οτο αυτήν την αποθέωση δεν έκρυβε πως την απολαμβάνει. Έμοιαζε σα να ζει, για να τον αποθεώνει ο κόσμος και πράγματι υπήρξαν στιγμές, που έκλεψε χειροκρότημα από τους διεθνείς.
ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΑΡΕΚΑΜΠΤΑΝ ΤΟΝ ΡΕΧΑΚΕΛ
Είχε όμως την τύχη που οι ποδοσφαιριστές εκείνης της γενιάς, νοιαζόντουσαν για να πετύχουν και ήξεραν και οι ίδιοι πολλοί καλά πως πρέπει να λειτουργήσουν για να τα καταφέρουν. Υπήρχε μία περίεργη μοναδική σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ ποδοσφαιριστών και προπονητικού επιτελείου που δεν την συναντάς εύκολα. Μαρτυρίες, γεγονότα που επιβεβαιώνουν την αίσθηση που άφηναν εκείνες οι ημέρες, πως ήταν σαν γυριζόταν ταινία με προδιαγεγραμμένο το τέλος.
ΟΤΑΝ Ο ΡΕΧΑΓΚΕΛ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΚΟΡΌΪΔΟ
Υπήρξαν παιχνίδια που οι διεθνείς αποφάσισαν μεταξύ τους, να μην εκτελέσουν στο ακέραιο τις εντολές Ρεχάγκελ. Βλέπετε, είχαν φάει τα γήπεδα και τα μεγάλα παιχνίδια με το κουτάλι, ήξεραν σε ποια μέτρα, με ποιες εντολές μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί, τι να υπηρετήσουν και τι όχι. Μίλαγαν μεταξύ τους, συμφωνούσαν πως είναι προτιμότερο να κινηθούμε λίγο διαφορετικά. Το παράδοξο ήταν πως όταν στο γήπεδο ο Ρεχάγκελ έβλεπε διαφορές σε σχέση με αυτό που τους είχε ζητήσει και έβλεπε πως το παιχνίδι πηγαίνει καλά, έκανε το κορόιδο. Από την στιγμή που το πλάνο λειτουργούσε, δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάει με τα νερά τους και να τους ενθαρρύνει.
ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΑΝ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ
Ήταν όμως και μεγάλες προσωπικότητες, που είχαν παίξει πολλά Ευρωπαϊκά παιχνίδια και ήταν ανταγωνιστικοί με ελληνικές ομάδες, σε συλλογικό επίπεδο και το γεγονός αυτό τους έκανε να γνωρίζουν το σωστό και το λάθος. Και η λεπτομέρεια σε σχέση με το σήμερα είναι πως τους ένοιαζε πολύ. Τους ένοιαζε πολύ, γιατί τα δεδομένα εκείνης της εποχής ήταν διαφορετικά, τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Ούτε ένα ευρώ δεν βγήκε εύκολα, ούτε ένα σκαλοπάτι δεν ανέβηκαν χωρίς πρώτα να έχουν ιδρώσει να έχουν παλέψει για να το ανέβουν.
Έμαθαν να πετυχαίνουν μέσα από σκληρή προσπάθεια, μέσα από αγάπη, γνώση και ενδιαφέρον για την δουλειά τους. Είχαν την γνώση πως η επιτυχία της Εθνικής, θα κάνει πρώτα από όλα καλό στην δική τους καριέρα και δεν άφηναν τίποτα στην τύχη. Υπήρχαν ποδοσφαιριστές και δεν ήταν ένας και δύο, που δεν περίμεναν από τον Ρεχάγκελ και τον Τοπαλίδη να τους κάνει την ανάλυση του αντιπάλου, είχαν φροντίσει οι ίδιοι να ξέρουν κάθε λεπτομέρεια. Οπότε και σε κάποια εντολή που ήξεραν πως δεν βγαίνει, ήταν έτοιμοι για να την προσαρμόσουν στα δικά τους μέτρα.
Την σημερινή εποχή, οι διεθνείς μας πηγαίνουν στην Εθνική, για να κάνουν χαλάρωση από τις ομάδες τους, δεν αφιερώνουν ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον προσωπικό τους χρόνο για να ασχοληθούν με τον αντίπαλο και με την πρώτη ευκαιρία, ρίχνουν στην πυρά τον προπονητή και νομίζουν πως καθάρισαν.
ΟΤΑΝ Ο "ΚΑΡΑ" ΖΗΤΗΣΕ ΑΛΛΑΓΗ
Υπήρχαν μαγικές στιγμές, σε αυτήν την διαδρομή. Σε ένα παιχνίδι είχε χτυπήσει ο Καραγκούνης και ζήτησε αλλαγή από τον πάγκο. Ο Τοπαλίδης, ενημερώνει τον Ρεχάγκελ πως ο Κάρα θέλει αλλαγή και ο Ότο λέει στον Τοπαλίδη "κοίτα από την άλλη πλευρά" και άρχισαν να δίνουν εντολές στην απέναντι πλευρά του γηπέδου. Πράγματι λειτούργησε, η "τυπάρα" ξεχάστηκε και έβγαλε κανονικά το παιχνίδι.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΠΕΤΥΧΑΜΕ
Δυστυχώς το ποδόσφαιρο μας κέρδισε πολύ λιγότερα απ' ό,τι πιστέψαμε εκείνη την εποχή. Με τα χρόνια έχω καταλήξει, πως ο κάθε άνθρωπος μπορεί να προσφέρει μέσα από τον δικό του χώρο, υπάρχει ένα όριο σε αυτά που μπορεί να πετύχει, το οποίο περιορίζεται στην δική του δουλειά, στο πόσο μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Αυτό συνέβη και στην Εθνική μας ομάδα. Οι διεθνείς μας απέκτησαν κύρος, προσωπικότητα και κατάφεραν και όσο ήταν παρόντες να επιβάλουν τις αρχές και τις αξίες που έφεραν την επιτυχία του 2004.
Ο Έλληνας ξεχνάει και σε κάθε αποτυχία, υπήρχαν οι αποκρουστικές φωνές, ανθρώπων που με μικροπρέπεια προσπαθούσαν να μειώσουν τον Ρεχάγκελ και τους διεθνείς. Όμως το ειδικό βάρος που είχαν αποκτήσει οι πρωταθλητές Ευρώπης δεν επέτρεπε να μπουν παράσιτα μέσα στην ομάδα. Πέτυχαν λοιπόν να κρατήσουν στον αφρό την Εθνική ομάδα του ποδοσφαίρου για μία δεκαετία. Σε αυτήν την δεκαετία, χάσαμε μόνο μία τελική διοργάνωση, το Μουντιάλ του 2006. Πήγαμε σερί σε 4 συνεχόμενες τελικές διοργανώσεις, στο Ευρωπαϊκό του 2008, στο Μουντιάλ του 2010, στο Ευρωπαϊκό του 2012, στο Μουντιάλ του 2014. Πέτύχαμε την πρώτη μας νίκη σε Μουντιάλ το 2008, φθάσαμε στα προημιτελικά στο Ευρωπαϊκό του 2012, στους 16 στο Μουντιάλ το 2014.
ΚΑΤΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ
Το πιο σημαντικό από όλα, είναι πως η Εθνική είχε κερδίσει δικό της κόσμο. Λειτουργούσε εσωτερικά σαν κλειστό κλαμπ, είχε δημιουργήσει όμως και τους δικούς της φιλάθλους που την ακολουθούσαν και την σεβόντουσαν. Ήξερες πως είναι κάτι το τελείως ξεχωριστό, δεν ανήκει στην αρρώστια του ελληνικού ποδοσφαίρου και τα άρρωστα μυαλά δεν μπορούσαν να την αγγίξουν. Δεν θα μπορούσε εκείνη την εποχή, να τεθεί θέμα γηπέδου. Η Εθνική του Ρεχάγκελ είχε παίξει σε όλα τα γήπεδα της Ελλάδος, μέχρι να φτιαχτεί το "Καραϊσκάκης" και να γίνει κατανοητό, πως είναι προτιμότερο να αποκτήσει σταθερή έδρα σε ένα καθαρά ποδοσφαιρικό γήπεδο. Δεν είναι τυχαίο, που όλα άλλαξαν από την στιγμή που έφυγαν από την ομάδα και οι τελευταίοι διεθνείς από την ομάδα του 2004.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Η επιστροφή της Ελλάδα από τα γήπεδα της Βραζιλίας συνέπεσε με το τέλος κάθε συνδετικού κρίκου με αυτήν την εποχή. Η Ομοσπονδία αποφάσισε να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Τελείωσε άκομψα την συνεργασία της με τον Σάντος, ακολούθησε ο Τάκης Φύσσας, ο Λεωνίδας Βόκολος και προπονητές των ομάδων νέων. Θυμάμαι πως υπήρχε τόσο μεγάλη υποκρισία σε εκείνες τις αποφάσεις, που αποδείχθηκαν καταστροφικές για την Εθνική, που γινόταν αναφορά πως η σύμβαση του Τάκη Φύσσα δεν ανανεώνεται επειδή ο προπονητής Κλάουντιο Ρανιέρι, δεν θεωρεί απαραίτητη την συγκεκριμένη θέση στην Εθνική ομάδα. Ασφαλώς και ο Ιταλός τεχνικός, δεν είχε καμία γνώση και ευθύνη για εκείνες τις αλλαγές.
Απλά η ΕΠΟ θυμήθηκε τις πρακτικές που υπήρχαν στις προ Ρεχάγκελ εποχές. Το αποτέλεσμα το ζούμε, η Εθνική ομάδα επέστρεψε στο σημείο που βρισκόταν. Ανεπιθύμητη, ανυπόληπτη, με τους διεθνείς να θεωρούν πως κάνουν χάρη που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της και αν κάτι δεν λειτουργεί σύμφωνα με την αρεσκεία τους, να βάζουν με μεγάλη ευκολία θέμα παραμονής τους στην ομάδα.
ΕΜΕΙΝΑΝ ΜΟΝΟ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Η επιτυχία του 2004 είναι απλά η σφραγίδα, η κορύφωση μίας προσπάθειας που ξεκίνησε στο Ολντ Τράφορντ στις 6 Οκτωβρίου του 2001 και ολοκληρώθηκε το 2014. Την ημέρα που η Εθνική μας επέστρεψε χωρίς τον προπονητή της από τα γήπεδα της Βραζιλίας. Χωρίς τον προπονητή που για πρώτη φορά την έφθασε στην νοκ άουτ φάση του Μουντιάλ. Δυστυχώς 15 χρόνια μετά, έμειναν μόνο οι αναμνήσεις. Οι ένδοξες στιγμές, ο θρίαμβος της Πορτογαλίας και η δεκαετία που μας έμαθε πως είναι να υποστηρίζεις την δική σου Εθνική στις μεγάλες διοργανώσεις και να μην προσπαθείς να έχεις ένα πιο έντονο ενδιαφέρον επιλέγοντας κάποια άλλη Εθνική. Γι' αυτά τα χρόνια, οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτήν την φανταστική φουρνιά ποδοσφαιριστών, στον Οτο Ρεχάγκελ, στον Φερνάντο Σάντος που αποδείχτηκε ιδανικός διάδοχος και στους συνεργάτες τους.
Πηγή: sport24.gr