Ο Κάρλος Τέβες εκπλήρωσε την αποστολή του...

«Ο πατέρας μου πέθανε όταν η μητέρα μου ήταν επτά μηνών έγκυος σε μένα. Η γυναίκα τρελάθηκε, σε μία γειτονιά γεμάτη εγκληματικότητα. Η βιολογική μητέρα μου δεν μπορούσε να με μεγαλώσει και η θεία μου με τον άντρα της με πήραν και με ανέθρεψαν, γι' αυτό τους αποκαλώ γονείς μου.

Το όνομα της μητέρας μου είναι Φαμπιάνα. Απέκτησα ξανά σχέσεις μαζί της πριν από μερικά χρόνια. Ήρθαμε τετ α τετ και μιλήσαμε. Είναι πολύ καλά. Έχω 12 αδέρφια και από την άλλη οικογένειά μου άλλα 5. Είναι όλοι αδέρφια μου. Ένα από αυτά είναι στη φυλακή, δύσκολες στιγμές. 

Μεγάλωσα με την Αντριάνα και τον Σεγούδο, είναι ο πατέρας μου. Ο βιολογικός πατέρας μου ήταν κατεστραμμένος, αλλά η μητέρα μου έλεγε ότι αγκάλιαζε την κοιλιά της και μου μιλούσε. Όταν το έμαθα, μου έκανε καλό.

Από τα παιδικά χρόνια θυμάμαι τον πατέρα μου και τη μητέρα μου. Ποτέ δεν μου το είπαν. Περνούσα δίπλα από τη βιολογική μητέρα μου, η οποία ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα. Ήμουν έξι χρόνων. Ο πατέρας μου γύρισε και μου είπε 'πάμε να φύγουμε, πρέπει να διαβάσεις'.

Δεν είχαμε ποδοσφαιρικά παπούτσια και αντί για μπάλα χρησιμοποιούσαμε μπαλάκι του τένις. Το ποδόσφαιρο του δρόμου είναι ό,τι καλύτερο. Είσαι απλώς εσύ και οι φίλοι σου απέναντι στους άλλους. Αν κάποιος νιώσει ότι πρέπει να σε κλωτσήσει στο λαιμό, θα το κάνει.

Όταν πήγα στην Αγγλία, έμαθα αγγλικά. Μου είπαν ότι πρέπει να διαβάσουμε τα ρήματα και απάντησα 'τι είναι τα ρήματα;' Για να καταλάβετε την εκπαίδευση που είχα μικρός.

Έφτασα στην όγδοη τάξη χωρίς να ξέρω να διαβάζω. Δεν ήξερα να διαβάζω και έμαθα μεγάλος. Άρχισα να διαβάζω βιβλία. Κάθε φορά που επέλεγα ένα βιβλίο, το διάβαζα μια φορά και δεν το καταλάβαινα. Μετά το ξαναδιάβαζα. Μπορεί να διάβαζα 3-4 φορές την ίδια σελίδα, μέχρι να την καταλάβω. Εάν με ρωτούσες τι θα γινόμουν αν δεν ήμουν ποδοσφαιριστής, η απάντηση είναι οικοδόμος ή ρακοσυλλέκτης. Το σχολείο μου ήταν ο δρόμος. Δεν είχα διδασκαλία από κάποιον καθηγητή.

Όταν υπέγραψα το πρώτο συμβόλαιό μου με την Κορίνθιανς, άλλαξα επίπεδο. Είπα στον ατζέντη μου ότι δεν ήθελα τα χρήματα. Με τα χρήματα θα έπαιρνα την οικογένειά μου από τη γειτονιά. 'Θέλω να αγοράσεις 15 σπίτια έξω από τη γειτονιά και να τα δώσεις στην οικογένειά μου', του είπα. Η επόμενη γενιά Τέβες πρέπει να είναι καλύτερη». 

​Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει κάποιος πλησιάζοντας στη γειτονιά Φουέρτε Απάτσε, στην Σιουδαδέλα, προάστιο του Μπουένος Άιρες με περίπου 70.000 κατοίκους, είναι ένα τεράστιο γκράφιτι. Ζωγραφισμένο σε έκταση τριάντα μέτρων, είναι η εικόνα του πιο γνωστού «τέκνου» αυτής της κακόφημης γειτονιάς, εκεί που η παιδική θνησιμότητα, και λόγω της υψηλής εγκληματικότητας, είναι μεγάλη, εκεί που κυριαρχούν οι συμμορίες και τα ναρκωτικά. Και, φυσικά, η φτώχεια. 

Το Φουέρτε Απάτσε πρωτοκατοικήθηκε τον Μάιο του 1973, αλλά ο περισσότερος κόσμος μετακινήθηκε εκεί το 1978 από τη στρατιωτική χούντα, που ήθελε να εξαφανίσει τις παραγκουπόλεις κοντά στα γήπεδα, για να μην εμφανιστεί μια άσχημη εικόνα για τη χώρα στο εξωτερικό κατά τις ημέρες του Μουντιάλ της Αργεντινής.

Το γκράφιτι είναι η εικόνα ενός παιδιού βασανισμένου, που έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, μακριά από τους βιολογικούς γονείς του, που υπέστη εγκαύματα β’ βαθμού όταν καυτό λάδι έπεσε στο κορμί του όταν ήταν δέκα μηνών και αναγκάστηκε να μείνει δύο μήνες στο νοσοκομείο. 

Το γκράφιτι είναι η εικόνα του ενός που κατάφερε να ξεφύγει, του παιδιού που έπαιζε μπάλα ανάμεσα σε αδέσποτες σφαίρες και έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης στον κόσμο, αυτού που δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του και επέστρεφε εκεί κάθε φορά που ένιωθε ότι δεν ανήκει στους άλλους, τους πολλούς. 

Σαν να ήταν αυτή η επιστροφή ο μόνος τρόπος για να γαληνέψει η ψηχή του, να επανασυνδεθεί με το παρελθόν που πάντα κουβαλούσε μέσα του, επειδή το ήθελε, δεν μπορούσε να το ξεριζώσει. 

Αυτός είναι ο Κάρλος Τέβες.  

«Ο πόνος δεν θα φύγει ποτέ. Είναι μέρος σου. Είναι εσύ». 

Από τη Μπόκα Τζούνιορς, την ομάδα της καρδιάς του στην οποία πήγε 13 χρόνων, ως την Κορίνθιανς, τη Γουέστ Χαμ, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τη Μάντσεστερ Σίτι, τη Γιουβέντους και τη Σανγκάη Σενχούα, και μετά ξανά στη Μπόκα για να κλείσει την σπουδαία και συνάμα πολυτάραχη καριέρα του εκεί που άρχισαν όλα, ο «Απάτσι» έζησε δύο ζωές, «βούτηξε» στα πάθη, προκλήθηκε και προκάλεσε, αλλά όταν κατάλαβε το πραγματικό νόημα της ζωής και του ποδοσφαίρου πήρε την απόφαση που τον οδήγησε πριν σε έναν θρίαμβο. 

Αυτός ήταν η κατάκτηση του πρωταθλήματος με τη Μπόκα το 2020. Η τελευταία αποστολή του ήταν να επιστρέψει εκεί που ανήκει, σε έναν κόσμο που γουστάρει να παίζει μπάλα όχι για τα λεφτά και τη δόξα, αλλά για τη φανέλα και την αγάπη για την ομάδα που υποστηρίζει μέχρι το μεδούλι.

 «Δεν θέλω να αγωνίζομαι άλλο. Κουράστηκα το ποδόσφαιρο, όπως και τους ανθρώπους που δουλεύουν στο ποδόσφαιρο. Δεν θέλω να παίξω άλλο πια, μιλάω σοβαρά.

Το ποδόσφαιρο έχει να κάνει μόνο με λεφτά και δε μου αρέσει αυτό. Υπάρχουν τόσοι πολλοί ατζέντηδες που έχουν πραγματικά πολύ νέους παίκτες. Είναι απαίσιο, αφού αυτοί οι νέοι δεν ενδιαφέρονται να κερδίσουν τίτλους. Θέλουν μόνο χρήμα.

Οι νεαροί ποδοσφαιριστές νομίζουν ότι έχουν πετύχει κάτι επειδή έχουν δυο κινητά τηλέφωνα κι ένα σπίτι. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με κακούς σκοπούς στο χώρο του ποδοσφαίρου και πρέπει να τους πολεμάς όλη την ώρα.

Θα παίξω 3-4 χρόνια ακόμα στην Ευρώπη και θα σταματήσω. Αν με ρωτάτε, θα ήθελα την παλιά μου ζωή πίσω στη γειτονιά μου, στο Φουέρτε Απάτσε. Δεν μου αρέσει ο τρόπος ζωής μου σήμερα. Δε μπορώ να υποφέρω άλλο. Θέλω απλώς την ηρεμία μου. Το ποδόσφαιρο μοιάζει απλώς σαν δουλειά για μένα».

Έλεγε αυτά όταν έβγαζε σχεδόν 300.000 ευρώ την εβδομάδα και πριν πάρει τη μεταγραφή στην Κίνα για να γίνει ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής του πλανήτη, παίρνοντας περισσότερα χρήματα από τον Λιονέλ Μέσι και τον Κριστιάνο Ρονάλντο: 38 εκατομμύρια ευρω ετησίως, 3.160.000 ευρώ το μήνα, 104.000 ευρώ το λεπτό, 1,2 ευρώ το δευτερόλεπτο!

Μα όσο οξύμωρο κι αν φαίνεται έλεγε αυτά ο ίδιος άνθρωπος, ο οποίος πάντα επεδίωκε την επιστροφή στη φτωχογειτονιά του. Και στο ποδοσφαιρικό σπίτι του, στην Μπόκα Τζούνιορς. 

«Έπρεπε να φύγω το 2004 επειδή ο κόσμος της Μπόκα είχε γίνει δύσκολος για μένα. Ήμουν απλά ένας πιτσιρικάς από μια φτωχογειτονιά, που έπαιζε για τον μεγαλύτερο σύλλογο της Αργεντινής. Όλο αυτό με κατέβαλε. Δεν ήταν εύκολο. Τώρα είμαι περισσότερο ώριμος και απολαμβάνω κάθε μέρα αυτής της εμπειρίας. Είμαι εκεί που θέλω. Με τον κόσμο μου, τη φανέλα μου, το γήπεδό μου».

Στην πρώτη επιστροφή του Τέβες στο «Μπομπονέρα» ήταν 40.000 άνθρωποι για να τον αποθεώσουν, Ανάμεσά τους και ο Ντιέγο Μαραντόνα. Ο άνθρωπος που τον είχε αποκαλέσει «προφήτη της Αργεντινής για τον 21ο αιώνα»!

«Κάθε οπαδός που ήρθε στο γήπεδο είναι ξεχωριστός. Ήρθαν να δουν εμένα και άντεξαν το κρύο (σ.σ. η θερμοκρασία στο Μπουένος Άιρες ήταν στους 10 βαθμούς την ημέρα της παρουσίασής του). Εγώ θα προτιμούσα να μείνω στο σπίτι μου». Είχαν περάσει τότε 3.860 ημέρες από το τελευταίο παιχνίδι του με τη Μπόκα. Ήταν 20 χρόνων όταν έφυγε και γύρισε στα 31 του.

Σκεφτόταν να σταματήσει στο τέλος του 2019. Είχε φτάσει πια τα 36. Μα είχε άλλη μια αποστολή. Να κάνει και πάλι το «Μπομπονέρα» να παραληρεί. Να σκοράρει ένα γκολ που θα χαρίσει στη Μπόκα Τζούνιορς, την ομάδα που ήταν πάντα ταυτισμένη με τους φτωχούς της αργεντίνικης πρωτεύουσας εκεί που αποβιβάστηκαν οι μετανάστες από τη Γένοβα, το πρωτάθλημα. Να κρεμαστεί στα κάγκελα και να πανηγυρίσει μαζί με τον κόσμο. 

Ήταν μια απόφαση ζωής, όχι μόνο καριέρας, αυτή που έπρεπε να πάρει. Έχοντας περάσει από ομάδες - κολοσσούς με ιδιοκτήτες δισεκατομμυριούχους, οι οποίοι έβλεπαν το ποδόσφαιρο σαν άλλη μια μπίζνα τους, είχε ανάγκη να επιστρέψει στις ρίζες του, για να ηρεμήσει, να βρει τη γαλήνη του. Να βρει και πάλι τον εαυτό του, να βρει τον Κάρλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Φουέρτε Απάτσε. Και αυτό έκανε. 

Δυο χρόνια μετά από τότε που σκαρφάλωσε στα κάγκελα ουρλιάζοντας από έκσταση, για να ενωθεί ξανά με τον κόσμο, η απόφαση να σταματήσει είναι πια οριστική. Έπαιξε σε 683 αγώνες, έβαλε 250 γκολ, κατέκτησε 27 τρόπαια. Μα είναι ο θάνατος του Σεγούδο, του πατέρα που δεν είχε μα απέκτησε, του μεγαλύτερου θαυμαστή του αυτός που δεν του δίνει πια κίνητρο να παίξει μπάλα. 

«Αυτό ήταν, τέρμα. Τα έχω δώσει όλα. Έχω αποσυρθεί. Μου πρόσφεραν πολλά, με προσέγγισαν ομάδες, είχα τη δυνατότητα να πάω και στις ΗΠΑ, αλλά τέλος. Ήταν πολύ δύσκολο να παίζω την περασμένη σεζόν, αλλά είχα την ευκαιρία να βλέπω τον πατέρα μου. Τώρα όμως χάθηκε αυτός που ήταν ο μεγαλύτερος θαυμαστής μου, οπότε σταματώ.

Πάντοτε μου έλεγε την αλήθεια. Και ποτέ δεν με άφησε να μην αισθανθώ σαν κανονικός γιος του. Μου μίλησε για τον πατέρα και τη μητέρα μου. Και μου είπε: “Εγώ δεν είμαι σαν τον πατέρα σου. Εγώ θα σε αγαπάω για πάντα”. Κι εγώ πάντα τον φώναζα μπαμπά. Και ήταν ο μπαμπάς που κάθε γιος θα ήθελε να είχε. Από τότε που έχω συνειδητή μνήμη, ήταν στο πλευρό μου. Χωρίς εκείνον θα είχα πεθάνει. Και τώρα, για πρώτη φορά, θα πρέπει να ζήσω χωρίς αυτόν. Φοβάμαι, αλλά θα πρέπει να βρω τον τρόπο. Οπως ακριβώς μου τον έδειξε. Κουβαλώντας την οικογένεια -και όσους νοιάζομαι- στους δικούς μου ώμους. Τώρα είναι η σειρά μου να γίνω εκείνος». 

Έγινε και εκείνος. Και τώρα που τελείωσε και αυτή η αποστολή, αποσύρεται...  

 

  

Πηγή: Sdna

Δειτε Επισης

Κορυφαίος «πασέρ» στην Ευρώπη ο Έντεγκαρντ
Οι θρυλικοί μπέμπηδες του Ολυμπιακού ήρθαν για να μείνουν και να δώσουν ελπίδα σε μία ολόκληρη γενιά
Κωνσταντής Τζολάκης... Ο 21χρονος φοιτητής του Πανεπιστημίου που σόκαρε την Ευρώπη
Τσάβι: Πιο πολλές αποβολές ως προπονητής παρά ως παίκτης, με το 1/7 των αγώνων
Το πρόσωπο της χρονιάς στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο
Ο Βαλβέρδε ξανάφερε στην Αθλέτικ ένα μεγάλο τρόπαιο οξυγόνο για τους Βάσκους
Η μέρα που η ΑΕΚ νίκησε τον πόλεμο με το ταξίδι ειρήνης στο Βελιγράδι
Είτε πάρει το πρωτάθλημα, είτε όχι, ο Αρτέτα έκανε ξανά την Άρσεναλ διεκδικήτρια του τίτλου
Τελικός Copa Del Rey: Ο εξορκιστής Βαλβέρδε και η κατάρα του Μαραντόνα
Έφυγε παιδί από τη Μάντσεστερ Σίτι, έγινε άνδρας στην Τσέλσι-Ο Πάλμερ δεν ήταν χαμένος από χέρι