Οι θυσίες Ισαάκ και Σολάκη-«Φώναζαν κάτω, πέσαμε στο έδαφος, έριχναν αδιακρίτως»
07:03 - 14 Αυγούστου 2022
Θέλησαν να ποτίσουν το δέντρο της λευτεριάς με το αίμα τους, όπως χιλιάδες άλλοι ήρωες της Κύπρου. Στάθηκαν αγέρωχα μπροστά στον κατακτητή, αψηφώντας τις πέτρες, τα ρόπαλα και τα όπλα που κρατούσαν οι Τούρκοι. Δεν δίστασαν ούτε στιγμή και κοιτάζοντας κατάματα τους εισβολείς, έγιναν φάρος για χιλιάδες άλλους νέους, που ήταν παιδιά ή νέοι τον Αύγουστο του 1996.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Έλεγαν ότι οι Τούρκοι θα χτυπήσουν στο ψαχνό… Μακάρι να ήμουν στη θέση του Ισαάκ»
Ο Τάσος Ισαάκ έγινε ένα φωτεινό παράδειγμα του πόθου για απελευθέρωση. Το έγραφε εξάλλου στη φανέλα του, «Απελευθέρωση η μόνη λύση». Ο Σολάκης, θόλωσε στη θέα εκείνου του κόκκινου πανιού που κυμάτιζε στον ιστό της πατρίδας του. Έφυγε πάνω στον ιστό μ’ ένα τσιγάρο στα χείλι, προβαίνοντας σε μια συμβολική πράξη ελευθερίας.
Η 11η και η 14η Αυγούστου, πριν από 26 χρόνια, έμελλαν να σημαδέψουν την ιστορία της Κύπρου και να βάψουν όλο το νησί στα μαύρα, όπως συνέβη σε τόσα άλλα καλοκαίρια στο παρελθόν.
Η ιστορία ωστόσο, μπορεί να γραφόταν διαφορετικά, όπως περιέγραψε ένας από τους μοτοσικλετιστές που ακολούθησαν εκείνη την μεγαλειώδη πορεία, που ξεκίνησε από το Βερολίνο, για να καταλήξει στην Κύπρο, εάν η Κυβέρνηση δεν λάμβανε την απόφαση για ακύρωσή της, λίγες ώρες πριν φθάσουν στον τερματισμό οι μοτοσικλετιστές.
Ο κ. Τάσος Χατζηαναστασίου, με καταγωγή από τους Αγίους Ομολογητές, μόνιμος κάτοικος Ελλάδας, ήταν ένας από τους χιλιάδες διαδηλωτές που βρέθηκαν σε εκείνη τη πορεία που κατέληξε σε μια εθνική τραγωδία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Τη νύκτα ο Τάσος ήρτεν στο όνειρο μου, είπεν μου πε της μάνας μου είμαι καλά»
Η αγάπη για την Κύπρο και η συμμετοχή στην πορεία
Ο κ. Χατζηαναστασίου ήταν τότε μόλις 30 ετών και ήταν μόνιμος κάτοικος στη Θεσσαλονίκη, στην οποία είχε μετακομίσει το 1974. Από μικρός, παρακολουθούσε στενά το Κυπριακό πρόβλημα, αλλά και γενικότερα το αντικατοχικό κίνημα, λόγω της καταγωγής του, όπως ήταν οι πορείες γυναικών και μαθητών.
Το 1993-94 είχαν ξεκινήσει δειλά δειλά οι πρώτες πορείες οι πορείες των μοτοσικλετιστών, που αποτελούσαν την εξέλιξη του αντικατοχικού κινήματος. Μετά τη μεγάλη επιτυχία της πορείας μοτοσικλετιστών, το 1995 λήφθηκε η απόφαση για διεθνοποίησή της, τον επόμενο χρόνο.
«Τότε, εγώ δεν είχα μοτοσικλέτα, είχε όμως ο συγκάτοικός μου Θανάσης Τζιούμπας και αποφασίσαμε να συμμετέχουμε στην πορεία, γιατί ευαισθητοποιήθηκε η Ελληνική Ομοσπονδία Μοτοσικλέτας. Έτσι, ήρθαμε σε επαφή όλες οι λέσχες μοτοσικλέτας και προβλεπόταν να συμμετέχουν γύρω στις πενήντα μοτοσικλέτες. Τελικά, η συμμετοχή έφθασε στους 57 επιβαίνοντες, οι οποίοι συνάντησαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα την πορεία που είχε ξεκινήσει από το Βερολίνο. Όταν έφθασαν, έγινε μια τελετή στη Θεσσαλονίκη και παρέμειναν στην Ελλάδα μέχρι τις 8 Αυγούστου.
Σε αυτή τη διάρκεια, διαπίστωσα ότι δεν ήταν όλοι συνειδητοποιημένοι για το Κυπριακό. Οι περισσότεροι πήγαν διαισθητικά, από αλληλεγγύη στους μοτοσικλετιστές και από αγνό πατριωτισμό. Το ίδιο ίσχυε και για όσους ήρθαν από την Ευρώπη. Όταν ξεκινήσαμε με το πλοίο από τον Πειραιά για την Κύπρο, υπήρχαν αρκετές μοτοσικλέτες που έφεραν ελληνικές και κυπριακές σημαίες. Ήταν, μάλιστα, ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής στο πλοίο, ο οποίος αγόρασε τουρκική σημαία, γιατί σκέφτηκε ότι θα βλέπαμε Τούρκους στην Κύπρο. Έπρεπε να του εξηγήσουμε για το τι ισχύει στην Κύπρο, για την κατοχή και μετά κατάλαβε τι συνέβαινε. Λέω αυτό το παράδειγμα για να καταλάβετε την άγνοια που υπήρχε σε κάποιους μοτοσικλετιστές από το εξωτερικό, που συμμετείχαν στην πορεία.
Ήταν ουσιαστικά μια συνάντηση ανθρώπων με διαφορετικές εμπειρίες και αφετηρίες, που ξεκίνησαν για το πάθος τους για ελεύθερη διακίνηση. Θεωρώ πάντως, εντυπωσιακή τη διοργάνωση από την ΚΟΜ με την εξεύρεση χορηγών, χώρων για να φιλοξενήσουν όσο κόσμο θα έφθανε στην Κύπρο και λοιπά. Οι Ελληνοκύπριοι μοτοσικλετιστές έδειξαν ότι μπορούσαν να φέρουν εις πέρας ένα τεράστιο έργο».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ο Σπύρος Σολωμού στον REPORTER: Δεν ξεχνώ, αλλά δεν έχω και μίσος
Η υποδοχή ηρώων και τα θλιβερά γεγονότα
Περί το μεσημέρι της 10ης Αυγούστου 1996, το πλοίο που μετέφερε τους μοτοσικλετιστές προσάραξε στο λιμάνι Λεμεσού, εκεί όπου έτυχαν θερμότατης υποδοχής από πλήθος Ελληνοκύπριων μοτοσικλετιστών, αλλά και κόσμου.
«Η άφιξη ήταν κάτι το εντυπωσιακό. Εκεί υπήρχε πλήθος κόσμου, Επιτροπές Προσφύγων, Αγνοουμένων, πλήθος Ελληνοκύπριων μοτοσικλετιστών. Ο χώρος ήταν γεμάτος από κόσμο που κρατούσε ελληνικές και κυπριακές σημαίες, επευφημώντας την πορεία. Υπήρχε ενθουσιασμός. Όλοι αισθάνθηκαν ότι κάνουν κάτι σημαντικό και ενισχύουν τον κόσμο της Κύπρου για δικαίωση.
Την ίδια ώρα όμως, όσοι γνώριζαν καλά το Κυπριακό πρόβλημα, ήξεραν ότι η πορεία δεν θα έφθανε στην Κερύνεια. Αυτό το καταλάβαιναν και οι διοργανωτές. Θα έφθαναν σε ένα σημείο, θα τους εμπόδιζαν τα μέλη της UNFICYP ή και νωρίτερα η Αστυνομία. Κανένας δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι θα μας άφηναν οι Τούρκοι να φθάσουμε μέχρι την Κερύνεια κορνάροντας και ανεμίζοντας ελληνικές σημαίες. Παράλληλα όμως, δεν ξέρω τι είχε κατά νου η Κυβέρνηση και μια μέρα μετά ακύρωσε την πορεία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Μας έλεγε ότι θα κατέβαζε τη σημαία…»-Η αδελφή του Σ. Σολωμού στον REPORTER
«Δεν ξέραμε προς τα που να πάμε, μας είπαν σκότωσαν ένα μοτοσικλετιστή»
Το βράδυ της 10ης Αυγούστου, σημαδεύτηκε από έντονες διαβουλεύσεις ανάμεσα στον πρόεδρο της Κυπριακής Ομοσπονδίας Μοτοσικλέτας και την Κυβέρνηση Κληρίδη. Οι πιέσεις που ασκήθηκαν τότε στους μοτοσικλετιστές να τερματίσουν την πορεία ήταν αφόρητες και υπό το βάρος της ευθύνης, όπως λέει ο κ. Χατζηαναστασίου, ο πρόεδρος της ΚΟΜ, υπαναχώρησε, ανακοινώνοντας την επόμενη ημέρα, στο Μακάριο στάδιο, την ακύρωση της πορείας για λόγους ασφαλείας.
«Πιστεύω ότι είχε καταρρεύσει (σ.σ. ο πρόεδρο της ΚΟΜ) υπό την ευθύνη που ήθελαν να του φορτώσουν οι Αρχές. Καταλαβαίναμε όλοι, ότι μετά από αυτή την ανακοίνωση θα δημιουργείτο ένα χάος. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός, ένα πάθος και ήταν πολύ δύσκολο μετά να τους ελέγξεις. Οι ξένοι διαβουλεύθηκαν, είπαν ότι πλέον δεν είχαν κάποια άλλη υποχρέωση και κάπου εκεί σταματούσε ο ρόλος τους.
Η ομάδα από την Ιταλία, που ίσως να γνώριζαν καλύτερα το Κυπριακό, αποφάσισαν να πορευθούν προς τα κατεχόμενα, έστω και συμβολικά. Το ίδιο ίσχυσε και για την ελληνική ομάδα, της οποίας ήμουν μέλος. Είπαμε ότι δεν ήταν δυνατό για όλο αυτό τον κόσμο που μας χειροκρότησε και μας επευφήμησε, να τον απογοητεύσουμε. Το μόνο που δεν ξέραμε ήταν που να πάμε. Έλεγε κάποιος μια ιδέα να πάμε στο ΣΟΠΑΖ και πηγαίναμε. Ένας άλλος έλεγε πάμε στη Δερύνεια και πηγαίναμε.
Κάποιοι άλλοι ξένοι, πήγαν μέχρι το Λήδρα Πάλας και υπέβαλαν αίτημα στα Ηνωμένα Έθνη να περάσουν στα κατεχόμενα, κάτι που φυσικά απορρίφθηκε. Ως εκ τούτου κάποιοι εκεί θεώρησαν ότι τελείωσε η πορεία τους.
Οι υπόλοιποι μοτοσικλετιστές, Κύπριοι και Έλληνες, πορεύθηκαν ανεξέλεγκτα, ακόμα και μέσα από ναρκοπέδια, όπως θυμάμαι. Εμείς οι Ελλαδίτες δεν βρεθήκαμε στο χώρο που δολοφονήθηκε ο Τάσος Ισαάκ. Είχαμε πάει στο ΣΟΠΑΖ, όπου κάποιοι είχαν βάλει και φωτιά στο χώρο.
Λίγες ώρες αργότερα και αφού αποχωρήσαμε από τη γραμμή αντιπαράταξης, συναντηθήκαμε με μοτοσικλετιστές της ΚΟΜ και μας ενημέρωσαν για όλα τα γεγονότα. Ακολούθως αποφασίσαμε να μην αποχωρήσουμε από την Κύπρο και να μείνουμε για την κηδεία του Τάσου. Το ίδιο έπραξαν και οι Ιταλοί».
«Φώναζαν κάτω, πέσαμε στο έδαφος, έριχναν αδιακρίτως»
Η μέρα της κηδείας του Τάσου, βύθισε στο πένθος ολόκληρο το Κίνημα Μοτοσικλετιστών, αλλά και γενικότερα όλη την Κύπρο, η οποία παρακολούθησε τους Τούρκους να σκοτώνουν εν ψυχρώ ένα άοπλο άνθρωπο. Το κλίμα, ήταν συνεχώς τεταμένο και άπαντες τρόμαζαν για το τι θα συνέβαινε μετά το στερνό αντίο. Το χειρότερο σενάριο, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκε με άλλη μια εκτέλεση μπροστά στα μάτια εκατοντάδων ανθρώπων.
«Το κλίμα, ήταν τεταμένο από την αρχή και θυμάμαι πόσο μαχητική ήταν η νεολαία της Κύπρου. Έμπαιναν μπροστά και πετούσαν πέτρες στους πάνοπλους Τούρκους, ήταν πίσω ο στρατός με τα όπλα. Δυστυχώς, οι Τούρκοι σε επίπεδο βίας ήταν ένα σκαλί πιο πάνω. Στη δολοφονία του Τάσου οι διαδηλωτές ήταν με γυμνά χέρια και στην περίπτωση του Σολωμού με ξύλα και πέτρες, ενώ οι Τούρκοι ήταν με όπλα. Το σθένος και το θάρρος αυτών των παιδιών δεν συγκρινόταν.
Σε κάποια στιγμή κι ενώ δεν είχα αντιληφθεί το Σολωμό να τρέχει προς τον ιστό, αντιλήφθηκα πως άρχισαν να πυροβολούν οι Τούρκοι. Φώναζαν κάτω, κάτω και πέσαμε μπρούμυτα στο έδαφος. Έριχναν αδιακρίτως. Πέσαμε όλοι κάτω και υπήρχαν τραυματίες πολύ πιο πίσω απ’ το σημείο που βρισκόμασταν. Δεν έχει καταγραφεί αυτό, αλλά ακούγαμε εκεί για 20, 30 ή ακόμα και 40 τραυματίες.
Σε κάποια στιγμή έβγαλαν ένα μεγάλο αγροτικό αυτοκίνητο με τον Σολάκη. Δεν γνωρίζαμε ότι ήταν νεκρός, αλλά πολύ γρήγορα όταν τον είδαμε, καταλάβαμε.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά και με συγκινεί το γεγονός ότι οι στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς που βρίσκονταν εκεί, είχαν πάρει θέσεις μάχης μέσα στα ορύγματα. Είχαμε συγκλονιστεί με όσα συνέβαιναν, μπροστά στα μάτια μας. Είχαμε οργή και αγανάκτηση από τη μια, αλλά από την άλλη νιώθαμε θαυμασμό και αναγνώριση για τη θυσία, γιατί ο Τάσος πήγε να σώσει άλλους διαδηλωτές, που είναι ο ορισμός της θυσίας. Δικαίως πρέπει να μείνει άσβεστη η μνήμη του. Από την άλλη, το ίδιο ισχύει και για τον Σολωμό, για την παλληκαριά του. Ο Σολωμός είναι ο ορισμός του Έλληνα λεβέντη που έδωσε τη ζωή του κάνοντας μια συμβολική πράξη ελευθερίας, όχι για τον εαυτό του, αλλά για την πατρίδα. Νιώθω περήφανος που ήμουν σύντροφός τους σε αυτό τον αγώνα».
Από τότε, ο κ. Χατζηαναστασίου δεν επέστρεψε για κάποια άλλη πορεία μοτοσικλετιστών, στέλνοντας το μήνυμα πως πλέον οι μόνες πορείες πρέπει να γίνονται είναι για ενίσχυση της άμυνας, για την οικονομία και για την παράνομη μετανάστευση.
«Εγώ έχω κι ένα παράπονο ότι δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας από την πρώτη κιόλας μέρα. Μπορώ να καταλάβω όσους πήγαν να δουν τα σπίτια τους, να βρουν τους τάφους των προγόνων τους, αλλά δεν μπορώ να δεχθώ αυτούς που πηγαίνουν να φάνε, να πιουν ή να παίξουν στα καζίνο. Αυτοί ασελγούν στους τάφους των ηρώων μας.
Το μήνυμα που θέλω να στείλω είναι ότι υπάρχει πολλή ψυχή σε αυτό το λαό, που την αναδεικνύει και την εκδηλώνει όταν του δίνεται η ευκαιρία και κάτω από τις κατάλληλες περιστάσεις, όπως ήταν η πορεία του 1996. Είναι πολύ καλό που γίνεται κάθε χρόνο η πορεία μνήμης και κρατιέται άσβεστη η μνήμη τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: