Γκαρίντσα, η χαρά του λαού

O Γκαρίντσα δεν υπήρξε μια συνηθισμένη περίπτωση ποδοσφαιριστή. Ασχολήθηκε με το άθλημα μάλλον τυχαία, αφού οι περιπέτειες της υγείας του, αλλά και τα σωματικά του προβλήματα ήταν τέτοια, που καθιστούσαν απαγορευτικό για τον νεαρό Βραζιλιάνο να παίξει επαγγελματικά και σε τόσο υψηλό επίπεδο. Όμως το γεγονός ότι ξεπέρασε όλα αυτά τα εμπόδια και μπήκε στα γήπεδα, ήταν μια πραγματική ευλογία για όλους τους ποδοσφαιρόφιλους της οικουμένης, αφού στο πρόσωπό του βρήκαν έναν χαρισματικό παίκτη και σκόρερ, πάνω απ' όλα όμως τον κορυφαίο ντριμπλέρ της ιστορίας, έναν άσο που πρόσφερε απλόχερα θέαμα στους θεατές, με αποτέλεσμα να τον ονομάσουν "χαρά του λαού". Το μοναδικό στο οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί ποτέ ο Γκαρίντσα, ήταν οι καταχρήσεις και κυρίως το αλκοόλ, που υπήρξε και η αιτία του πρόωρου θανάτου του, σε ηλικία μόλις 49 ετών (20/1/1983). 

Ο Manuel Francisco dos Santos γεννήθηκε το 1933 στο Πάου Γκράντε, ένα χωριό στο διαμέρισμα του Ρίο ντε Τζανέιρο. Εκ γενετής παρουσίασε διάφορες δυσπλασίες. Τα πόδια του ήταν γυρισμένα προς τα μέσα κατά 80 μοίρες, ενώ το αριστερό πόδι ήταν έξι εκατοστά πιο κοντό από το δεξί! Η σπονδυλική του στήλη δεν ήταν ίσια και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Μανέ πέρασε στην παιδική του ηλικία πολιομυελίτιδα, κάτι που επιδείνωσε τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Πέρασε από χειρουργείο για να διορθώσει το πρόβλημα των ποδιών, αλλά η επέμβαση δεν πέτυχε, όμως τα στραβά κανιά του, θα αποδεικνύονταν ένα από τα μεγάλα του όπλα στο μέλλον. Στο σπίτι τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αφού ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, ενώ ο μικρός Μανέ ξεκίνησε το κάπνισμα από τα δέκα του χρόνια! Παράλληλα, όπως κάθε Βραζιλιάνος πιτσιρικάς που σέβεται τον εαυτό του, ξεκίνησε και το ποδόσφαιρο, παίζοντας με τις ώρες με τους φίλους του στα αυτοσχέδια γήπεδα του χωριού.  
 
Ο Γκαρίντσα θεωρείται ο κορυφαίος ντριμπλέρ στην ιστορία

Αμέσως ξεχώρισε για τον τρόπο με τον οποίο ξεπερνούσε όποιον βρισκόταν μπροστά του, οι ντρίμπλες του δεν είχαν ταίρι. Όμως το ποδόσφαιρο ήταν ένα απλό χόμπι, μαζί με το ψάρεμα και το κυνήγι, οι αγαπημένες του ασχολίες στον ελεύθερο χρόνο του. Στα 14 χρόνια του, μανιώδης καπνιστής πλέον, δούλευε σε ένα κλωστοϋφαντουργείο. Δεν πίστευε μέσα του ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, όμως ήθελε να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες. Έτσι πήρε σβάρνα τις ομάδες του Ρίο για να δοκιμάσει την τύχη του. Η Βάσκο τον απέρριψε επειδή δεν είχε παπούτσια! Από την Φλουμινένσε έφυγε πριν ολοκληρωθεί η δοκιμή για να προλάβει το τελευταίο τρένο για το χωριό του. Και είχε φτάσει τα 19 όταν τον δοκίμασαν οι άνθρωποι της Μποταφόγκο, οι οποίοι και αποφάσισαν να τον κρατήσουν. Δεν το μετάνιωσαν ποτέ. Όταν ο Γκαρίντσα άφησε την "Fogão" δώδεκα χρόνια αργότερα, είχε συμπληρώσει 609 επίσημες συμμετοχές, πετυχαίνοντας 252 γκολ.

Αρκετά χρόνια πριν υπογράψει στην Μποταφόγκο, η αδερφή του, Ρόζα, είχε φροντίσει να του δώσει το παρατσούκλι με το οποίο θα γινόταν γνωστός όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά στα πέρατα της γης. Ο τρυποφράκτης (γκαρίντσα στα βραζιλιάνικα), ένα μικρό πουλί της ζούγκλας, το οποίο ήταν μεν πολύ γρήγορο, αλλά και ιδιαίτερα αδέξιο, με αποτέλεσμα να πιάνεται πολύ εύκολα, της θύμιζε τον αδερφό της, "επειδή ήταν απίστευτα εκρηκτικός με τη μπάλα, αλλά και τελείως ατσούμπαλος με το πρόβλημα των ποδιών του και άσχημος σαν το πουλί". Ο Μανέ, όπως και όλοι οι έφηβοι της γενιάς του, κουβαλούσε μέσα του το "βάρος" του "Μαρακανάσο", της ήττας δηλαδή της σελεσάο στον τελικό του Μουντιάλ του 1950 από την Ουρουγουάη. Ο ίδιος είχε κακό προαίσθημα για εκείνο το παιχνίδι και είχε προτιμήσει να πάει για ψάρεμα, αντί να το ακούσει από το ραδιόφωνο με τους υπόλοιπους συγχωριανούς του. Όταν υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο, ήταν ήδη παντρεμένος με την Ναΐρ Μάρκες και είχε προλάβει να αποκτήσει δυο κόρες!
 
Ο Γκαρίντσα φόρεσε 50 φορές τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας

Στην πρώτη του προπόνηση με την Μποταφόγκο χάζεψε τον μεγάλο Νίλτον Σάντος με μια "ποδιά" και λίγες μέρες αργότερα, στο επίσημο ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα (19/7/1953), πέτυχε χατ-τρικ απέναντι στην Μπονσουσέσο. Η φήμη του πολύ γρήγορα ξεπέρασε το Ρίο και απλώθηκε σε όλη τη Βραζιλία, όμως δεν κλήθηκε στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 στην Ελβετία, εκεί όπου η σελεσάο αποκλείστηκε στα προημιτελικά από την μεγάλη Ουγγαρία των Κότσις, Χιντεγκούτι και Τσίμπορ. Οι σταθερά καλές εμφανίσεις του Γκαρίντσα με την Μποταφόγκο συνεχίστηκαν και το 1957 η ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα Καριόκα. Οι άνθρωποι της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας αποφάσισαν να τον πάρουν μαζί τους στο Μουντιάλ της Σουηδίας. Ο Μανέ είχε πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του με την εθνική το 1955 και μετά την συμμετοχή του στο Κόπα Αμέρικα το 1957 στο Περού, έδειχνε έτοιμος για το πρώτο του Παγκόσμιο Κύπελλο.

Ένα μήνα πριν την έναρξη του τουρνουά, ο Γκαρίντσα πέτυχε ένα από τα πλέον φημισμένα του γκολ, σε ένα φιλικό απέναντι στην Φιορεντίνα. Εκεί πέρασε τέσσερις αντίπαλους με διαδοχικές ντρίμπλες, άφησε πίσω του και τον τερματοφύλακα και ενώ βρέθηκε μόνος του μπροστά στην κενή εστία, δεν σκόραρε. Περίμενε να επιστρέψει ένας από τους αμυντικούς, τον ντριμπλάρισε ξανά και μετά έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα! Το προπονητικό τιμ όμως της Βραζιλίας θεώρησε αυτή του την κίνηση ανάρμοστη και ανεύθυνη με αποτέλεσμα να τον αφήσει εκτός στα δυο πρώτα ματς του Μουντιάλ, εκεί όπου η σελεσάο κέρδισε 3-0 την Αυστρία και έφερε 0-0 με την Αγγλία. Οι Βραζιλιάνοι, με την ανάμνηση του Μαρακανάσο ακόμα νωπή, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει από τότε οχτώ χρόνια, είχαν κουβαλήσει μαζί τους στη Σουηδία, ψυχολόγους, γυμναστές, γιατρούς, φυσικοθεραπευτές, μια κανονική στρατιά από συνοδούς. Και όλοι θεωρούσαν ότι ο Γκαρίντσα ήταν ανέτοιμος, κυρίως ψυχολογικά, για να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας τέτοιας διοργάνωσης.
 
Η Εθνική Βραζιλίας στο Μουντιάλ του 1958. Μπροστά αριστερά ο Γκαρίντσα, μπροστά στη μέση ο Πελέ

Χρειάστηκε να επέμβουν οι συμπαίκτες του για να πείσουν τον εκλέκτορα, Βισέντε Φέολα, να τον χρησιμοποιήσει στο τρίτο, κρίσιμο ματς με αντίπαλο την παντοδύναμη τότε Σοβιετική Ένωση. Ο Φέολα τους έτρεμε, αλλά ο Γκαρίντσα και ο Πελέ που σε εκείνον τον αγώνα έκαναν αμφότεροι το ντεμπούτο τους σε Μουντιάλ, τους εξαφάνισαν. Ο Νίλτον Σάντος είχε περιγράψει ως εξής τη συνάντηση: "Οι Σοβιετικοί είχαν ξεκινήσει με μαρκάρισμα μαν του μαν, όμως πολύ γρήγορα άρχισαν να φορτώνουν την αριστερή πλευρά της άμυνάς τους με παίκτες, μήπως και μπορέσουν να σταματήσουν τον Γκαρίντσα". Το μαγικό δεξί εξτρέμ της σελεσάο είχε περάσει στα πρώτα δευτερόλεπτα τρεις αντίπαλους και σούταρε στο κάθετο δοκάρι. Στην αμέσως επόμενη φάση, ο Πελέ, μετά από πάσα του Γκαρίντσα, έστειλε τη μπάλα στο οριζόντιο! Ήταν τόσο ολοκληρωτική η υπεροχή της Βραζιλίας στο ξεκίνημα του αγώνα, που μερίδα του Τύπου τότε είχε γράψει για το "κορυφαίο τρίλεπτο στην ιστορία του ποδοσφαίρου"! Η σελεσάο κέρδισε τελικά 2-0 και προχώρησε στα νοκ άουτ.

Στα προημιτελικά η Βραζιλία κέρδισε 1-0 την Ουαλία με το παρθενικό γκολ του Πελέ σε Μουντιάλ και ο Μελ Χόπκινς, ο μπακ που είχε αντιμετωπίσει τον Γκαρίντσα, είχε πει μετά το παιχνίδι στους δημοσιογράφους: "Πρόκειται για φαινόμενο, ικανός να φτιάξει την απόλυτη μαγεία. Ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω πού θα πήγαινε, λόγω των ποδιών του, αλλά και επειδή τόσο το δεξί του όσο και το αριστερό του, κάνουν ότι θέλουν". Οι Βραζιλιάνοι εξαφάνισαν στον ημιτελικό τη Γαλλία του Ζιστ Φοντέν (πρώτου σκόρερ του τουρνουά με 13 τέρματα) με το εντυπωσιακό 5-2 (πρώτο χατ τρικ του Πελέ σε Μουντιάλ) και κατέκτησαν το τρόπαιο νικώντας με το ίδιο σκορ τη διοργανώτρια Σουηδία. Οι Σουηδοί προηγήθηκαν, όμως ο Γκαρίντσα έβγαλε δυο ασίστ στον Βαβά και η σελεσάο πέρασε μπροστά πριν ολοκληρωθεί το ημίχρονο. Η ονειρεμένη επιθετική γραμμή των Γκαρίντσα, Πελέ, Βαβά, Ζαγκάλο και Ντιντί είχε καταφέρει επιτέλους να δώσει τον πρώτο παγκόσμιο τίτλο στη Βραζιλία που παραληρούσε από ενθουσιασμό.
 
Πελέ και Γκαρίντσα πριν από αγώνα της Σάντος με την Μποταφόγκο

Όμως ο Γκαρίντσα ήταν ο μοναδικός που δεν συμμετείχε στα πανηγύρια, γιατί νόμιζε ότι επρόκειτο για μικρό πρωτάθλημα στο οποίο θα έπαιζαν όλοι με όλους δυο φορές, μέχρι να αναδειχτεί η παγκόσμια πρωταθλήτρια!!! Είναι μια από τις πολλές μικρές ιστορίες που συνόδευσαν τον Μανέ σε όλη τη ζωή του. Η παιδική του αφέλεια ήταν τέτοια, που πολλοί υποστηρίζουν μέχρι σήμερα, πως ήταν ένα κουσούρι που του είχε αφήσει η παιδική πολιομυελίτιδα. Έτσι ή αλλιώς πάντως, ο Γκαρίντσα δεν έδειχνε να ενοχλείται από τέτοια περιστατικά, τα αντιμετώπιζε σαν κάτι τελείως φυσιολογικό. Διηγούνται πως σε ένα ρεπό της Βραζιλίας σε εκείνο το Μουντιάλ του '58, ο Φέολα είχε δώσει άδεια στους παίκτες να κάνουν τη βόλτα τους εκτός ξενοδοχείου. Ο Γκαρίντσα είχε μπει σε ένα κατάστημα και είχε αγοράσει ένα υπερμοντέρνο ραδιόφωνο, πληρώνοντας 100 δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή. Όταν επέστρεψε ενθουσιασμένος με το απόκτημά του, τον πλησίασε ο Μάριο Αμέρικο, μασέρ της ομάδας και του είπε ότι τον είχαν πιάσει κορόιδο: "Τί θα το κάνεις αυτό Μανέ όταν γυρίσουμε στη Βραζιλία; Αφού παίζει μόνο στα σουηδικά!"

Ο Γκαρίντσα εκνευρίστηκε όταν "συνειδητοποίησε" την γκάφα του και θύμωσε ακόμα περισσότερο, όταν ο μασέρ συνέδεσε το ραδιόφωνο, του οποίου οι σταθμοί εξέπεμπαν πράγματι μόνο στα σουηδικά! "Μη στεναχωριέσαι Μανέ", ολοκλήρωσε το γλέντι ο μασέρ, "θα στο αγοράσω εγώ για 40 δολάρια και έτσι θα περιορίσεις τη χασούρα". Όπως και έγινε! Ο Γκαρίντσα είχε ψυχή μικρού παιδιού, ήταν γεμάτος καλοσύνη και αθωότητα, ένας απλός άνθρωπος που ένιωθε άσχημα κάθε φορά που κάποιος τον επαινούσε. Όταν η αποστολή των παγκόσμιων πρωταθλητών επέστρεψε στην πατρίδα, τους υποδέχτηκε ο κυβερνήτης του Ρίο. Ανάμεσα στα αντικείμενα που είχαν χρησιμοποιηθεί για τον απαραίτητο στολισμό, υπήρχε και ένα κλουβί με ένα περιστέρι. Στον λόγο του, ο κυβερνήτης, ανακοίνωσε στους παίκτες ότι ο καθένας τους θα έπαιρνε ως δώρο ένα σπίτι με κήπο δίπλα στη θάλασσα. Ο Μανέ ζήτησε τον λόγο και είπε μπροστά στους εμβρόντητους επίσημους: "Σενιόρ δεν με ενδιαφέρει να αποκτήσω σπίτι στη θάλασσα. Η δική μου επιθυμία είναι άλλη. Να ανοίξετε το κλουβί και να ελευθερώσετε το περιστέρι!"
 
Η Εθνική Βραζιλίας στο Μουντιάλ του 1962. Μπροστά αριστερά, ο Γκαρίντσα

Παράλληλα με το ποδόσφαιρο, ο Γκαρίντσα συνέχιζε το κάπνισμα, όμως σε αυτό είχαν προστεθεί δυο ακόμα πάθη, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκαν σε εθισμό: ο τζόγος και το αλκοόλ. Όπως διηγείται ο πρώην αντίπαλός του στην Βάσκο ντα Γκάμα, Ανανίας, "ο Μανέ κάπνιζε σαν φουγάρο, στοιχημάτιζε σαν τρελός και έπινε σαν σφουγγάρι. Όμως μέσα στο γήπεδο σε έκανε ότι ήθελε. Θυμάμαι ότι όποτε ήταν να παίξουμε με την Μποταφόγκο, ο προπονητής μού έδινε οδηγίες για το πώς να τον σταματήσω. Αλλά ήταν αδύνατο. Εκεί που τον είχες μπροστά σου, ξαφνικά τον έχανες, χωρίς υπερβολή. Και όταν τον έβρισκες, ήταν πλέον αργά, έβλεπες την πλάτη του να απομακρύνεται. Σου έλεγε, θα σε περάσω από εδώ και σε πέρναγε από εκεί που σου είχε πει. Και δεν καταλάβαινες το πώς. Ήταν ένας τεράστιος παίκτης, ένα φαινόμενο, ειλικρινά για μένα βρίσκεται πάνω από τον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Ντι Στέφανο, τον Πούσκας, τον Σίβορι κλπ κλπ. Γεννήθηκε για να παίζει. Δεν θα ξαναβγεί τέτοιος παίκτης. Όταν πέθανε, νομίζω ότι πέθανε και το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Τελείωσαν τα δεξιά εξτρέμ και τα αριστερά. Πάει, αυτό ήταν".

Μετά το Μουντιάλ του '58, ο Γκαρίντσα πήρε κιλά λόγω του αλκοόλ και έχασε τη θέση του στην εθνική. Τον Μάιο του 1959 πήγε με την Μποταφόγκο για μια τουρνέ στη Σουηδία και ένα βράδυ το έσκασε από το ξενοδοχείο, πήγε σε ένα μπαρ, μέθυσε και στη συνέχεια άφησε έγκυο την γκαρσόνα που τον σέρβιρε! Επιστρέφοντας στη Βραζιλία, χτύπησε τον πατέρα του, Αμάρο, οδηγώντας μεθυσμένος και όταν τον σταμάτησαν μετά από καταδίωξη οι αστυνομικοί, τον περιέγραψαν ως "μεθυσμένο, σχεδόν κατατονικό και χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τί είχε συμβεί". Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, η σύζυγός του, Ναΐρ, γέννησε την πέμπτη τους κόρη και η ερωμένη του, Ιράσι, ανακοίνωσε ότι ήταν έγκυος στο παιδί του. Η χρονιά ολοκληρώθηκε με τον θάνατο του πατέρα του από καρκίνο του ήπατος, αποτέλεσμα του χρόνιου αλκοολισμού του. Όμως αυτό δεν έγινε μάθημα στον Μανέ. Αντίθετα, συνέχισε να πίνει το αγαπημένο του aguardiente (πολύ δυνατό μπράντι), χωρίς φυσικά να "περιφρονεί" τα υπόλοιπα ποτά.
 
Ο Γκαρίντσα με το τρόπαιο (Ζιλ Ριμέ) του 1962

Διηγούνται ότι σε ένα ταξίδι της Μποταφόγκο στην Ευρώπη με το υπερωκεάνιο "Conte Grande", έπαιρνε την κανάτα με την Κόκα Κόλα από τον προπονητή του και την γέμιζε κρυφά με ρούμι, πίνοντας τα άσωτα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Όμως, παρ' όλες τις ασωτίες του, στο ποδόσφαιρο συνέχιζε να είναι ένας πραγματικός δαίμονας. Μαζί με το Μουντιάλ του 1962 στη Χιλή, είχε φτάσει πλέον και η δική του σειρά για να ανέβει στην κορυφή του κόσμου, ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της υφηλίου. Η Βραζιλία έχασε πολύ νωρίς στη διοργάνωση τον Πελέ από τραυματισμό. Στον όμιλο, η σελεσάο κέρδισε 2-0 το Μεξικό και έφερε 0-0 με την Τσεχοσλοβακία. Στο τελευταίο, κρίσιμο ματς, οι Βραζιλιάνοι βρέθηκαν να χάνουν 1-0 από την Ισπανία, κινδυνεύοντας να αποκλειστούν. Ο Αμαρίλντο ισοφάρισε και πέντε λεπτά πριν τη λήξη, ο Γκαρίντσα ανέλαβε δράση. Ντρίμπλαρε έναν αντίπαλο, τον πέρασε και δεύτερη φορά, πέρασε έναν ακόμα αμυντικό και έδωσε την ασίστ στον Αμαρίλντο για το τελικό 2-1.

Στα προημιτελικά η Βραζιλία βρήκε απέναντί της την Αγγλία. Ο Μανέ έβαλε μπροστά την σελεσάο με κεφαλιά και οι Άγγλοι ισοφάρισαν πριν το ημίχρονο. Στην επανάληψη ο Βαβά έκανε το 2-1 και λίγα λεπτά αργότερα ο Γκαρίντσα πήρε τη μπάλα έξω από την περιοχή, σταμάτησε και έστειλε μια "μπανάνα" συστημένη στο "γάμα" της αντίπαλης εστίας, διαμορφώνοντας το τελικό 3-1. Ο βρετανικός Τύπος έγραψε την επόμενη μέρα: "Ο Γκαρίντσα ήταν ο Στάνλεϊ Μάθιους, ο Τομ Φίνεϊ και ένας γητευτής φιδιών, όλοι αυτοί σε έναν"! Σε εκείνο το παιχνίδι, ο Μανέ κέρδισε τον "Μπι". Ποιος ήταν αυτός; Ένας σκύλος που μπήκε στον αγωνιστικό χώρο την ώρα του ματς, ο Τζίμι Γκριβς έπεσε πάνω του για να τον πιάσει, ο συμπαθέστατος σκυλάκος έκανε την ανάγκη του πάνω στη φανέλα του Γκριβς και η αστυνομία τον χάρισε στους Βραζιλιάνους, οι οποίοι τον έβγαλαν στη λοταρία ανάμεσα στους παίκτες και ο κλήρος έπεσε στον ενθουσιασμένο Γκαρίντσα!
 
Ο Γκαρίντσα και τα υποψήφια "θύματα" σε παράταξη

Επόμενο ματς για τη σελεσάο, ο ημιτελικός απέναντι στην διοργανώτρια Χιλή. Δυο ακόμη γκολ για τον Μανέ στη νίκη με 4-2 ("από ποιο πλανήτη κατέβηκε ο Γκαρίντσα;", έγραφαν οι τοπικές εφημερίδες), αλλά και κόκκινη κάρτα στο 83', επειδή κάποια στιγμή αγανάκτησε από τα συνεχόμενα σκληρά φάουλ των Χιλιανών πάνω του και χτύπησε αντίπαλο. Η πειθαρχική επιτροπή πάντως έκρινε ότι η αντίδρασή του ήταν δικαιολογημένη - φανταστείτε το ξύλο που είχε φάει - και δεν τον τιμώρησε, αντίθετα του επέτρεψε τη συμμετοχή στον τελικό. Οι Τσεχοσλοβάκοι προηγήθηκαν 0-1 με τον Μάζοπουστ, όμως οι Βραζιλιάνοι απάντησαν με τρία τέρματα των Αμαρίλντο, Ζίτο και Βαβά, κατακτώντας τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο. Λίγη ώρα πριν την έναρξη του τελικού, ο Μορέιρα, προπονητής της σελεσάο, είχε συγκεντρώσει τους παίκτες, δίνοντας τις τελευταίες του οδηγίες. Κάποια στιγμή, ο Γκαρίντσα τον ρώτησε: "Σήμερα είναι ο τελικός;" και όταν πήρε καταφατική απάντηση, πρόσθεσε: "Α, έτσι δικαιολογείται η παρουσία τόσου κόσμου"!!!

Λίγο μετά τη λήξη και ενώ οι πανηγυρισμοί βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη, ένας ρεπόρτερ πήγε προς το μέρος του με το μικρόφωνο προτεταμένο και του είπε: "Μανέ, δυο λόγια στο μικρόφωνο πριν κλείσουμε τη σύνδεση". Και ο Γκαρίντσα απάντησε: "Δυο λόγια; Αντίο μικρόφωνο"!!! Η αφέλειά του πάντως, δεν τον εμπόδισε να ανακηρυχθεί κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης, πρώτος σκόρερ και μέλος της κορυφαίας ενδεκάδας. Μπορεί ο ψυχολόγος της "καναρίνια", καθηγητής Ζοάο ντε Καρβαλιάες, να θεωρούσε τον Γκαρίντσα "νοητικά καθυστερημένο και ανίκανο να προσαρμοστεί σε ένα ομαδικό παιχνίδι", όμως όλος ο υπόλοιπος κόσμος υποκλίθηκε στον Βραζιλιάνο μάγο. Οι επελάσεις του έμειναν στην ιστορία. Οι ντρίμπλες του μνημονεύονται μέχρι σήμερα. Η κλασική του κίνηση, να συγκλίνει προς τα μέσα και στη συνέχεια να αλλάζει πορεία προς τα δεξιά, ήταν κάτι που το γνώριζαν όλοι οι αντίπαλοί του, όμως κανείς δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει ή να τον σταματήσει. Το 1958 αποτέλεσε μέλος της αρχής του θρύλου της Βραζιλίας. Όμως το 1962 υπήρξε ο μεγάλος πρωταγωνιστής, αυτός που μετά τον τραυματισμό του Πελέ, πήρε στους ώμους του την σελεσάο και της χάρισε την απόλυτη καταξίωση διατηρώντας την στον θρόνο της.
 
Ο Γκαρίντσα στο Μουντιάλ του 1966, το τελευταίο της καριέρας του

Οι τραυματισμοί όμως από το Μουντιάλ του 1962, άφησαν τα σημάδια τους στα δυο γόνατα του Γκαρίντσα. Τα σκληρά χτυπήματα, κυρίως στο ματς με τη Χιλή, του προκάλεσαν σοβαρή ζημιά και στους δυο μηνίσκους. Το 1961 και το 1962 κατέκτησε δυο ακόμα πρωταθλήματα Καριόκα με την Μποταφόγκο, όμως από εκεί και μετά ξεκίνησε η πτωτική πορεία. Εγχειρίστηκε και στα δυο γόνατα και δεν μπόρεσε να επανέλθει στην αγωνιστική κατάσταση των προηγούμενων χρόνων. Παρόλα αυτά, συνέχισε να παίζει στην Μποταφόγκο μέχρι το 1965, ενώ έναν χρόνο αργότερα πήρε μέρος στο τρίτο Μουντιάλ της καριέρας του, στην Αγγλία. Εκεί η σελεσάο, στον πρώτο αγώνα του ομίλου, νίκησε 2-0 τη Βουλγαρία με τέρματα των Γκαρίντσα και Πελέ. Το επόμενο ήταν και το τελευταίο παιχνίδι του Μανέ με τη φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας. Στο "Γκούντισον Παρκ" του Λίβερπουλ, η "καναρίνια" χωρίς τον Πελέ, ηττήθηκε 3-1 από την Ουγγαρία και τέσσερις μέρες αργότερα, χωρίς τον Γκαρίντσα στη σύνθεσή της, έχασε και από την Πορτογαλία του Εουσέμπιο 3-1 και αποκλείστηκε.

Μετά την Μποταφόγκο, ο Γκαρίντσα έπαιξε κατά σειρά στις Κορίνθιανς (1966), Ατλέτικα Πορτουγκέζα (1967), Ατλέτικο Τζούνιορ (1968), Φλαμένγκο (1968-69) και Ολαρία (1972). Σε αυτή την τελευταία και σε ηλικία σχεδόν 40 χρονών, αποφάσισε να βάλει τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα. Ο λόγος ήταν ότι την ίδια χρονιά έγινε για πρώτη φορά παππούς και θεώρησε πως ήταν αταίριαστο για έναν παίκτη να έχει εγγόνι! Στις 19 Δεκεμβρίου του 1973, η FIFA, για να τον τιμήσει, διοργάνωσε έναν αποχαιρετιστήριο αγώνα ανάμεσα σε μια μικτή Κόσμου και την εθνική Βραζιλίας στο στάδιο Μαρακανά μπροστά σε 131.000 θεατές. Με τη σελεσάο αγωνίστηκε ο Πελέ, ενώ στη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου, ο διαιτητής διέκοψε το παιχνίδι για να γίνει αλλαγή ο Γκαρίντσα. Η "χαρά του λαού" γνώρισε την αποθέωση, έκανε τον γύρο του θριάμβου και στο τέλος έφυγε στο τούνελ των αποδυτηρίων. Ήταν το τέλος μιας μεγάλης καριέρας για έναν μεγάλο παίκτη. Από εκείνο το σημείο και μετά, η ζωή του Γκαρίντσα πήρε την κάτω βόλτα. Το αλκοόλ συνέχισε να δυναστεύει την καθημερινότητά του, ενώ δεν ήταν λίγα και τα οικογενειακά του προβλήματα.
 
Ο Γκαρίντσα κάπνιζε από τα 10 του χρόνια

Ο Μανέ παντρεύτηκε δυο φορές, αλλά είχε και πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις. Στη διάρκεια της ζωής του αναγνώρισε επίσημα 14 παιδιά: τις οχτώ κόρες του από τον πρώτο του γάμο με την Ναΐρ, τον Γκαριντσίνια (με την Έλσα Σοάρες) που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό, δυο με την Ιράσι, ένα με την Βαντερλέια, ένα γιο από τη Σουηδία, τον Ουλφ Λίνμπεργκ και την Ροσάνχελα μετά από εξέταση DNA. Ο μεγάλος έρωτας της ζωής του υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του, Έλσα Σοάρες, μια τραγουδίστρια-μύθος της σάμπας που είχε συνεργαστεί και με τον Λούις Άρμστρονγκ. Ο γάμος τους διήρκεσε 15 χρόνια, τα πιο ευτυχισμένα του Γκαρίντσα. Η Έλσα προσπάθησε να τον ελέγξει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο γιος της από άλλο γάμο, Ζέρσον Σοάρες, έχει πει για τον διάσημο πατριό του: "Ήταν οξυδερκής, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ηγέτης στις λεπτομέρειες και στη θεωρία. Αυτά τού ήταν αδιάφορα. Είχε τόση εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, που δεν τον ενδιέφεραν τα ονόματα των αντιπάλων, ούτε καν σε ποια θέση έπαιζε ο καθένας". Όταν θεώρησε ότι η Μποταφόγκο τον πλήρωνε λιγότερο από όσο άξιζε, απαίτησε περισσότερα χρήματα, όμως η διοίκηση έστρεψε εναντίον του τους φανατικούς, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να φύγει για την Ιταλία μαζί με την Έλσα.

Διηγούνται πως όταν βρισκόταν στο εξωτερικό, δυο αστυνομικοί έκαναν έλεγχο στο σπίτι του και βρήκαν χαρτονομίσματα να σαπίζουν μέσα σε ένα ντουλάπι. Το 1982 ο Γκαρίντσα νοσηλεύτηκε οχτώ φορές λόγω προβλημάτων στον οργανισμό του από την συνεχή κατανάλωση αλκοόλ. Τον Ιανουάριο του 1983 εισήχθη σε νοσοκομείο του Ρίο σε κώμα και του διαγνώστηκε κίρρωση του ήπατος. Στις 20 Ιανουαρίου έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 49 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένιωθε ξεχασμένος από όλους, ενώ πέθανε πάμφτωχος. Στην κηδεία του, από το Μαρακανά στο Πάου Γκράντε, συγκεντρώθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι για να τον αποχαιρετήσουν, ενώ στον τάφο του υπάρχει γραμμένη η φράση "εδώ αναπαύεται εν ειρήνη αυτός που υπήρξε η χαρά του λαού, Μανέ Γκαρίντσα". Σήμερα, 33 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο "στραβοκάνης άγγελος" δεν έχει ξεχαστεί. Οι μαγικές του ντρίμπλες, οι εμπνεύσεις του, η φαντασία του, τα εκπληκτικά του σουτ, το φοβερό εξωτερικό του φάλτσο, αλλά και η καλοσύνη, η αθωότητα και η ταπεινότητά του, παραμένουν ζωντανά.
 
Το αλκοόλ υπήρξε η μεγαλύτερη κατάχρηση του Γκαρίντσα

Ο άνθρωπος που ψηφίστηκε ως ο όγδοος κορυφαίος παίκτης όλων των εποχών, αν και πολλοί τον θεωρούν ως το νούμερο ένα, "πέθανε από τον ίδιο του τον θάνατο", φτωχός, μεθυσμένος και μόνος. Όσο έζησε όμως, για να θυμηθούμε τα λόγια του συμπαίκτη του, Τζάλμα Σάντος, "υπήρξε η απάντηση του ποδοσφαίρου στον Τσάρλι Τσάπλιν"...

 
Βίντεο: Highlights από την καριέρα του Γκαρίντσα
 
 
Επιμέλεια:sport24.gr
Πηγές: marca.com, espndeportes.com, clandefutbol-jr, infobae.com, anecdotasfutboleras.com, elpais.com, 20minutos.es, wiki

 
 

 

 

Δειτε Επισης

Η γκάφα της χρονιάς από τον Μελιέ στο 97' του Σάντερλαντ - Λιντς(vid)
Και τώρα που τα πήρε όλα, ο Τζόκοβιτς έγινε αθάνατος-Η διαδρομή από τους βομβαρδισμούς ως την κορυφή
Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι κυπριακές συμμετοχές από το Σίδνεϋ ως το Πεκίνο
Οι δέκα πιο ακριβές μεταγραφές στην ιστορία του ποδοσφαίρου
Το Last Dance του Ντι Μαρία: Η ιστορία του «Αγγέλου» της Αλμπισελέστε
Η συγκινητική ιστορία πίσω από τον πανηγυρισμό του Λαμίν Γιαμάλ
Λαμίν Γιαμάλ: Εκτόξευση μέσα σε έναν χρόνο!
Είκοσι χρόνια από το ελληνικό έπος του Euro 2004-Η πτήση στον έβδομο ουρανό και ο βασιλιάς Ότο
Πρώτος σκόρερ ο... κανένας στο EURO-Τα ακυρωμένα τέρματα, τα αυτογκόλ και ο «καταραμένος» Λουκάκου
Τα 20 wonderkids του παγκόσμιου ποδοσφαίρου-Αυτοί παίζουν στο EURO 2024