Χιώτης: Ενας τερματοφύλακας που στα 40 του παραμένει μεγάλος
10:34 - 16 Μαΐου 2017
Μου τυχαίνει πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό να γράφω για ξένους ποδοσφαιριστές που θαυμάζω από μακριά, ή που έχει τύχει να τους έχω συναναστραφεί μια δυο φορές για μερικά λεπτά. Σε αυτό το σημείωμα όμως θα γράψω για έναν Ελληνα ποδοσφαιριστή, ο οποίος καιρό με τον καιρό έφτασε να γίνει ένας από τους σημαντικότερους της γενιάς του, και σήμερα, λίγες ημέρες προτού κλείσει τα 40 του, φτάνει πολύ κοντά σε μια ακόμη μεγάλη επιτυχία καριέρας.
Τον Διονύση Χιώτη τον γνώρισα 23 χρόνια πίσω, το 1994, όταν στα 17 του βρέθηκε στην δεύτερη ομάδα της ΑΕΚ προερχόμενος από την Δάφνη. Εβλεπα έναν “πιτσιρικά”, διότι τον καιρό εκείνο η ελληνική αντίληψη για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο βάφτιζε “βρέφη” τους ποδοσφαιριστές αυτής της ηλικίας και δεν επέτρεπε απολύτως καμία σκέψη για άμεση προώθησή τους στην πρώτη ομάδα, να κάνει πολύ καλές εμφανίσεις στην ακαδημία της ΑΕΚ.
Ηταν ένας προσγειωμένος έφηβος, μακριά από ξενύχτια και σελεμπριτιές, ο οποίος ζούσε το όνειρό του, δεδομένου ότι είχε αποκτηθεί από την ΑΕΚ τον καιρό που εκείνη κατακτούσε το – τελευταίο της – πρωτάθλημα. Ο Χιώτης διδάχθηκε την αρετή της υπομονής, μέχρι το '96 που προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα και κέρδισε επαγγελματικό συμβόλαιο. Ξαναδιδάχθηκε την αρετή της υπομονής και της επιμονής στην σκληρή δουλειά, σε ένα διάστημα περίπου τεσσάρων ετών, κατά των οποίων τη διάρκεια πήρε μαζεμένα ένα σωρό από πολύ σημαντικά μαθήματα καριέρας και ζωής· όχι μόνο επαγγελματικής. Ακουσε να του λένε και να του γράφουν ότι δεν έχει καμία τύχη να κάνει καριέρα σε τόσο υψηλό επίπεδο επειδή είναι κοντός, βαρύς, αργός, επειδή έχει έλλειψη αποφασιστικότητας, επειδή, επειδή, επειδή...
Τον καιρό εκείνο συναντούσα αμέτρητα παιδιά που έφταναν μέχρι την πηγή, δηλαδή μέχρι την ημέρα που ένας μεγάλος σύλλογος τους προσέφερε ένα επαγγελματικό συμβόλαιο, αλλά δεν έπιναν νερό επειδή απογοητεύονταν, χάνονταν σε κάποιο δανεισμό, έπεφταν σε τέλμα, έπαυαν να εξελίσσονται, βιάζονταν να γευτούν τα προνόμια της ιδιότητας του ποδοσφαιριστή που ανήκει σε μεγάλη ομάδα προτού αποδείξουν ότι έχουν την ικανότητα να σηκώσουν το βάρος της.
Ο Χιώτης δεν είχε καμία σχέση με τα άλλα παιδιά, ήταν φτιαγμένος από άλλο μέταλλο. Τον Ιανουάριο του '99 βρήκε νόημα να πάει δανεικός στον Εθνικό Πειραιά για να παίξει και να “αναγκάσει” την ΑΕΚ να τον δει με άλλο μάτι. Και μετά από έξι μήνες, που κατάλαβε ότι δεν της είχε αλλάξει γνώμη της ΑΕΚ, ξαναπήγε δανεικός, τούτη τη φορά στην Προοδευτική, με ακόμη μεγαλύτερο πείσμα αλλά και μεγαλύτερη ωριμότητα, για να ξαναδοκιμάσει να την πείσει. Και το κατάφερε. Το καλοκαίρι του 2000 επέστρεψε στην ΑΕΚ με το καύχημα ότι είχε αναδειχθεί σε έναν εκ των κορυφαίων τερματοφυλάκων του πρωταθλήματος με την Προοδευτική, και το φθινόπωρο του 2001 τον βρήκε βασικό στην ΑΕΚ του Φερνάντο Σάντος.
Ο Χιώτης έφτασε στην πρώτη του σεζόν ως βασικός πολύ κοντά στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, το οποίο η ΑΕΚ έχασε σε ένα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό με τον ίδιο να μοιράζεται την ευθύνη του καθοριστικού γκολ, και κατέκτησε το κύπελλο, ως MVP του τελικού με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Η επόμενη σεζόν τον βρήκε να κάνει ένα σπουδαίο Champions League με την ΑΕΚ απέναντι σε Ρεάλ, Ρόμα, στην αήττητη πορεία της ΑΕΚ στη φάση των ομίλων. Μια σεζόν αργότερα άρχισε να ξαναδίνει μάχη για να κρατήσει ή να ξανακερδίσει τη θέση του βασικού, μέχρι το 2007, που αποχώρησε από την ΑΕΚ.
Η εξέλιξη της καριέρας του Διονύση Χιώτη μετά το 2007 έκανε παρόμοιους κύκλους. Ηταν σαν να αρχίζει από την αρχή για να πείσει την κοινωνία και την
αγορά του ποδοσφαίρου ότι στα 30 του παρέμενε ένας σπουδαίος τερματοφύλακας που άξιζε να έχει μια θέση βασικού σε μια ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό.
Δεν “ντράπηκε” καθόλου να επιχειρήσει να πείσει για αυτό στη Β' Εθνική, με την φανέλα της Κέρκυρας, στην οποία δυσκολεύτηκε. Κι ύστερα ήρθε η ευκαιρία να φορέσει τη φανέλα του ΑΠΟΕΛ, το καλοκαίρι του 2008. Πρωταθλητής με την πρώτη, ως βασικός, για να αναδειχθεί κορυφαίος τερματοφύλακας του πρωταθλήματος. Και στη συνέχεια ένα σωρό συμμετοχές στο Champions League, στις περισσότερες εκ των οποίων ήταν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Με τον ΑΠΟΕΛ έφτασε μέχρι τους 8 του Champions League, σε μια πορεία – όνειρο στη σεζόν 2011-'12, ως ο απόλυτος πρωταγωνιστής της πρόκρισης επί της Λιόν, στους 8, στα πέναλτι, χάρη (και) στις δύο αποκρούσεις του.
Στα 38 του, το 2015, κι αφού προηγουμένως είχε 5 φορές πανηγυρίσει την κατάκτηση του πρωταθλήματος, ο Χιώτης βρέθηκε στη δύσκολη θέση της αποχώρησης από τον ΑΠΟΕΛ, με τον οποίο είχε συνδεθεί πολύ στενά συναισθηματικά. Στη θέση του και στην ηλικία του οι περισσότεροι θα είχαν αποσυρθεί.
Δεν θα “καταδέχονταν” να ξαναπαίξουν στα “χαμηλά”. Αυτό το παιδί όμως είχε βάλει στο dna του τα δύσκολα και τα σκληρά. Επέλεξε να ξανακατέβει στη Β'
Εθνική κατηγορία προκειμένου να κάνει αυτό που λάτρευε από πιτσιρικάς, να παίζει ποδόσφαιρο και να μη το παρακολουθεί από τον πάγκο, ώστε να φτάσει μέχρι το τέλος της καριέρας του αγωνιζόμενος, και όχι να το βλέπει το τέλος να φτάνει από τον πάγκο. Βρέθηκε στα Τρίκαλα, για μια σεζόν, προτού μετακινηθεί στον Απόλλωνα, στου οποίου την πορεία επιστροφής στην Superleague, από την οποία απέχει σήμερα μερικές ανάσες, είναι πρωταγωνιστής. Αν ο Απόλλων τα καταφέρει, κι αν ο σύλλογος αναγνωρίσει τη συνεισφορά του σε αυτή την πορεία και τον κρίνει “επαρκή”, ο Χιώτης θα επιστρέψει στο τέλος του καλοκαιριού, στα κλεισμένα 40 του, στην Superleague ακριβώς μια 10ετία μετά από την τελευταία του φορά.
Μετρά περισσότερες από 60 ευρωπαϊκές συμμετοχές, έχει αντιμετωπίσει τις περισσότερες από τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, έχει κατακτήσει ένα σωρό τίτλους και προσωπικές διακρίσεις. Κι όμως σήμερα, στα 40 του, πανηγυρίζει με τον ενθουσιασμό εφήβου για κάθε θετικό αποτέλεσμα της ομάδας του που τη φέρνει πιο κοντά προς την επιστροφή στη Superleague. Πανηγυρίζει για μια ακόμη νίκη σε βάρος του χρόνου, για ακόμη μια νίκη σε βάρος όσων τον είχαν “ξεγράψει”, για ακόμη μια νίκη που δικαιώνει το πείσμα και την “τρέλα” του να συνεχίζει να έχει για επάγγελμα αυτό που τον ευχαριστούσε από τον καιρό των παιδικών του χρόνων, το παιχνίδι με τη μπάλα.
Ο Χιώτης δεν ήταν ποτέ “της μόδας”. Δεν συνεργαζόταν με “μοδάτους” ατζέντηδες για να τον προωθούν, δεν συναναστρεφόταν πολλούς “μοδάτους” δημοσιογράφους για να βελτιώνουν το προφίλ του και να ρίχνουν μεγαλύτερο φως στα επιτεύγματά του. Το ελληνικό ποδόσφαιρο του έδωσε, ως κοινωνία, λιγότερη σημασία από αυτή που του έδωσε το κυπριακό. Στην πραγματικότητα αν δεν υπήρχε ο Φερνάντο Σάντος, που του έδωσε δύο φορές την ευκαιρία καθιέρωσης στην ΑΕΚ και τον προσκάλεσε στην Εθνική ομάδα, ο Χιώτης θα είχε πολύ λιγότερες σημαντικές, ή μάλλον φωτεινές στιγμές στην ελληνική καριέρα του. Ο Πορτογάλος προπονητής όμως τον αναγνώρισε ως έναν εκ των πιο ταλαντούχων και πιο εργατικών τερματοφυλάκων που συνάντησε στην πλούσια καριέρα του.
Συνηθίζω να “δείχνω” τα φωτεινά παραδείγματα καριέρας που μας έρχονται από το εξωτερικό. Το παράδειγμα της καριέρας του Διονύση Χιώτη όμως έχει, αν έχει, ελάχιστα πράγματα να ζηλέψει από εκείνες των ξένων ποδοσφαιριστών της γενιάς του. Διότι κάθε ένα από τα comebacks που έκανε στην πορεία του είναι ένας αθλητικός άθλος. Η ιστορία του είναι γεμάτη από πολύ δυνατά μαθήματα αθλητικής και πραγματικής ζωής. Κι είναι ένα έξοχο παράδειγμα που μπορείς να χρησιμοποιείς κάθε φορά που επιχειρείς να τεκμηριώσεις, σε μια κουβέντα με ένα παιδί ή με έναν έφηβο ή και 20αρη του αθλητισμού, ότι κανένας προπονητής, κανένας επαγγελματίας, κανένας πρόεδρος, καμιά κριτική και κανένα πρωτοσέλιδο δεν μπορεί να σε εμποδίσει να κυνηγάς το όνειρό σου. Αυτή η εσωτερική πίστη αυτού του παιδιού ήταν διαχρονικά το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημά του έναντι πολλών άλλων ποδοσφαιριστών της γενιάς του. Αυτό το πείσμα του ήταν το βασικό γνώρισμα πρωταθλητή που εκείνος είχε και πολλοί δεν έβλεπαν.
Ναι, η δική του ιστορία μοιάζει λιγότερο λαμπερή συγκριτικά με αυτή του κατά έξι μήνες μικρότερου Τζίτζι Μπουφόν. Η συνεισφορά του στην πορεία που κάνει ο Απόλλων για την επιστροφή στη Superleague όμως είναι μια αυθεντική υπέρβαση ενός 40αρη. Πολύ λιγότερο λαμπερή από αυτή που κάνει ο Μπουφόν στην πορεία για την κατάκτηση του Champions League, αλλά το ίδιο αυθεντική ποδοσφαιρική ιστορία που εμπνέει σεβασμό προς έναν αθλητή ο οποίος στα 40 του παραμένει πρωταθλητής. Μαθαίνεις πολύ λιγότερα για τον Χιώτη, επειδή δεν είναι τόσο “εμπορικός”, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ο Χιώτης δεν είναι ένας εκ των σημαντικότερων Ελλήνων ποδοσφαιριστών της γενιάς του. Είναι ένας πρωταθλητής για να τον θαυμάζεις.
Πηγή: gazzetta.gr