Συζήτηση θεμάτων αποκέντρωσης από ειδικούς προτείνει ο Πρόεδρος
11:20 - 16 Οκτωβρίου 2018
Την άποψη ότι θα ήταν καλό να διοργανωθεί μια ημερίδα για να εξεταστούν τα θέματα ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας, από ειδικούς επί του θέματος, εξέφρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης κατά τον χαιρετισμό του στην έναρξη του συνεδρίου με θέμα «Προεδρική Δημοκρατία versus Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας» που διοργανώνουν τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ο Πρόεδρος ανέφερε ότι έχει ήδη προτείνει κάτι τέτοιο στους προέδρους και των δύο κοινοβουλίων, ότι δηλαδή καλό θα ήταν με δεδομένες τις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα αυτές τις μέρες να διοργανωθεί μια ανάλογη ημερίδα τις αμέσως επόμενες εβδομάδες.
Όπως είπε καλό θα ήταν να συζητηθούν τα θέματα αποκέντρωσης των εξουσιών, της ενδυνάμωσης της ομοσπονδία ή της βιωσιμότητας της λύσης, να αναλυθούν τα διάφορα συστήματα που συζητούνται εδώ και 44 χρόνια και τι θα μπορούσε να συμβάλει στον να ξεπεραστούν προβλήματα που συζητούνται κάθε μέρα. Έκανε επίσης λόγο για συζητήσεις που γίνονται για το θέμα, άλλες με περιεχόμενο άλλες άνευ περιεχομένου.
«Θεωρώ ότι θα ήταν μια καλή αφορμή να ακουστούν και από επιστημονικής άποψης, οι γνώμες εκείνων που μελετούν και εμβαθύνουν εις ανάλογα θέματα και όχι πολιτικές σκοπιμότητες που πολλές φορές υπαγορεύουν σε εμάς τους πολιτικούς να αυθαιρετούμε ενάντια στην νομική επιστήμη ή σε συστήματα που λειτουργούν αλλού», είπε.
Αναφερόμενος, στο πλαίσιο της θεματολογίας του συνεδρίου, στο κυπριακό πολίτευμα, ανέφερε ότι στην Κύπρο η μορφή του πολιτεύματος καθορίζεται από το Άρθρο 1 του κυπριακού Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι «η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη Δημοκρατία προεδρικού συστήματος». Όπως είπε, το πολιτειακό σύστημα της Κύπρου είναι ιδιότυπο (sui generis).
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, ανέφερε, και από τη συνέχεια της διάταξης του Άρθρου 1, η οποία προβλέπει ότι της Κυπριακής Πολιτείας «...ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και τουρκικής κοινότητος της Κύπρου».
«Το κυπριακό πολίτευμα εξακολουθεί να παραμένει σε κάποιο βαθμό ιδιότυπο ακόμη και μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα όργανα του κράτους και την εφαρμογή διαφοροποιημένου συστήματος στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης. Παρά το γεγονός ότι το προεδρικό σύστημα που καθιερώνει το κυπριακό Σύνταγμα έχει όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά ενός προεδρικού συστήματος, εντούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγές προεδρικό σύστημα, όπως αυτό δηλαδή των Η.Π.Α. Αντιθέτως διακρίνεται από σοβαρές από αυτό αποκλίσεις», είπε.
Πρόσθεσε ότι ενώ στις Η.Π.Α. η εκτελεστική εξουσία ανήκει δυνάμει ρητής συνταγματικής διάταξης στον Πρόεδρο, στην Κύπρο η εκτελεστική εξουσία δεν ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Στον Πρόεδρο, είπε, ανήκουν μόνο συγκεκριμένες και ρητά προσδιοριζόμενες εκτελεστικές εξουσίες. Πιο συγκεκριμένα, πρόσθεσε, το Σύνταγμα προβλέπει ότι η εκτελεστική εξουσία του Προέδρου περιορίζεται στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 48, η εκτελεστική εξουσία του Αντιπροέδρου στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 49, ενώ η εκτελεστική εξουσία που ασκείται από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο περιορίζεται στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 47.
Σύμφωνα με το κυπριακό Σύνταγμα, ανέφερε, το κατ’ εξοχήν όργανο εκτελεστικής εξουσίας είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο και ανήκει το κατάλοιπο (residuary) της εκτελεστικής εξουσίας. Το Υπουργικό Συμβούλιο, είπε, λαμβάνει τις αποφάσεις του κατά πλειοψηφία, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα ψήφου.
«Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως ο Πρόεδρος είναι εκείνος που κατά την απόλυτη του κρίση διορίζει και παύει τους Υπουργούς της κυβέρνησης», ανέφερε.
Συνεπώς, συμπλήρωσε, μπορεί να μην ασκεί αμέσως εκτελεστική εξουσία, παρά ταύτα εμμέσως δια των διοριζομένων υπουργών εφαρμόζει ή λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα και με το προεκλογικό του πρόγραμμα και την εντολή που έλαβε από τον λαό.
«Ένας εξάλλου από τους όρους αυτούς είναι, για παράδειγμα, το δικαίωμα του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας για αναπομπή και επανεξέταση οποιαδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου προς επανεξέταση (Άρθρο 57.2) και οριστικής αρνησικυρίας (veto) οποιασδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που αφορά σε εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας (Άρθρο 57.3)», είπε.
Σημείωσε επίσης ότι παρά τις παρεκκλίσεις του το σύστημα διακυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν παύει από το να είναι προεδρικό γιατί διαθέτει τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προεδρικού συστήματος, αυτά δηλαδή της αυστηρής διάκρισης των εξουσιών και την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από χωριστά όργανα τα οποία δεν προέρχονται από το Κοινοβούλιο και είναι ανεξάρτητα από αυτό, αλλά και γιατί ο Πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από τον λαό για καθορισμένη περίοδο.
«Είναι δε στην αυθεντική του μορφή και προτού οι συνθήκες εισαγάγουν διαφοροποιήσεις στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης, ένα μοναδικό συνταγματικό παράδειγμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με ιδιαιτερότητες που αξίζουν επιπλέον εμπεριστατωμένης ιστορικό/πολιτικής και νομικής μελέτης», ανέφερε.
Ο Πρόεδρος κατέληξε λέγοντας ότι είναι άλλωστε μια πρόκληση από μόνη της η μελέτη ενός Συντάγματος, και των προνοιών του, πόσω μάλλον αυτού της Κύπρου, ως απόρροια και αποτύπωση των ιστορικών και πολιτικών παραμέτρων και πώς αυτές μπόρεσαν να μετουσιωθούν σε συνταγματικές πρόνοιες για τους θεσμούς και εξουσίες του κράτους, χωρίς υπονόμευση των βασικών αρχών της δημοκρατίας και ιδιαίτερα της προεδρικής.
Ο Πρόεδρος ανέφερε ότι έχει ήδη προτείνει κάτι τέτοιο στους προέδρους και των δύο κοινοβουλίων, ότι δηλαδή καλό θα ήταν με δεδομένες τις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα αυτές τις μέρες να διοργανωθεί μια ανάλογη ημερίδα τις αμέσως επόμενες εβδομάδες.
Όπως είπε καλό θα ήταν να συζητηθούν τα θέματα αποκέντρωσης των εξουσιών, της ενδυνάμωσης της ομοσπονδία ή της βιωσιμότητας της λύσης, να αναλυθούν τα διάφορα συστήματα που συζητούνται εδώ και 44 χρόνια και τι θα μπορούσε να συμβάλει στον να ξεπεραστούν προβλήματα που συζητούνται κάθε μέρα. Έκανε επίσης λόγο για συζητήσεις που γίνονται για το θέμα, άλλες με περιεχόμενο άλλες άνευ περιεχομένου.
«Θεωρώ ότι θα ήταν μια καλή αφορμή να ακουστούν και από επιστημονικής άποψης, οι γνώμες εκείνων που μελετούν και εμβαθύνουν εις ανάλογα θέματα και όχι πολιτικές σκοπιμότητες που πολλές φορές υπαγορεύουν σε εμάς τους πολιτικούς να αυθαιρετούμε ενάντια στην νομική επιστήμη ή σε συστήματα που λειτουργούν αλλού», είπε.
Αναφερόμενος, στο πλαίσιο της θεματολογίας του συνεδρίου, στο κυπριακό πολίτευμα, ανέφερε ότι στην Κύπρο η μορφή του πολιτεύματος καθορίζεται από το Άρθρο 1 του κυπριακού Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι «η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη Δημοκρατία προεδρικού συστήματος». Όπως είπε, το πολιτειακό σύστημα της Κύπρου είναι ιδιότυπο (sui generis).
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, ανέφερε, και από τη συνέχεια της διάταξης του Άρθρου 1, η οποία προβλέπει ότι της Κυπριακής Πολιτείας «...ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και τουρκικής κοινότητος της Κύπρου».
«Το κυπριακό πολίτευμα εξακολουθεί να παραμένει σε κάποιο βαθμό ιδιότυπο ακόμη και μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα όργανα του κράτους και την εφαρμογή διαφοροποιημένου συστήματος στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης. Παρά το γεγονός ότι το προεδρικό σύστημα που καθιερώνει το κυπριακό Σύνταγμα έχει όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά ενός προεδρικού συστήματος, εντούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγές προεδρικό σύστημα, όπως αυτό δηλαδή των Η.Π.Α. Αντιθέτως διακρίνεται από σοβαρές από αυτό αποκλίσεις», είπε.
Πρόσθεσε ότι ενώ στις Η.Π.Α. η εκτελεστική εξουσία ανήκει δυνάμει ρητής συνταγματικής διάταξης στον Πρόεδρο, στην Κύπρο η εκτελεστική εξουσία δεν ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Στον Πρόεδρο, είπε, ανήκουν μόνο συγκεκριμένες και ρητά προσδιοριζόμενες εκτελεστικές εξουσίες. Πιο συγκεκριμένα, πρόσθεσε, το Σύνταγμα προβλέπει ότι η εκτελεστική εξουσία του Προέδρου περιορίζεται στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 48, η εκτελεστική εξουσία του Αντιπροέδρου στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 49, ενώ η εκτελεστική εξουσία που ασκείται από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο περιορίζεται στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 47.
Σύμφωνα με το κυπριακό Σύνταγμα, ανέφερε, το κατ’ εξοχήν όργανο εκτελεστικής εξουσίας είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο και ανήκει το κατάλοιπο (residuary) της εκτελεστικής εξουσίας. Το Υπουργικό Συμβούλιο, είπε, λαμβάνει τις αποφάσεις του κατά πλειοψηφία, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα ψήφου.
«Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως ο Πρόεδρος είναι εκείνος που κατά την απόλυτη του κρίση διορίζει και παύει τους Υπουργούς της κυβέρνησης», ανέφερε.
Συνεπώς, συμπλήρωσε, μπορεί να μην ασκεί αμέσως εκτελεστική εξουσία, παρά ταύτα εμμέσως δια των διοριζομένων υπουργών εφαρμόζει ή λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα και με το προεκλογικό του πρόγραμμα και την εντολή που έλαβε από τον λαό.
«Ένας εξάλλου από τους όρους αυτούς είναι, για παράδειγμα, το δικαίωμα του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας για αναπομπή και επανεξέταση οποιαδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου προς επανεξέταση (Άρθρο 57.2) και οριστικής αρνησικυρίας (veto) οποιασδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που αφορά σε εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας (Άρθρο 57.3)», είπε.
Σημείωσε επίσης ότι παρά τις παρεκκλίσεις του το σύστημα διακυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν παύει από το να είναι προεδρικό γιατί διαθέτει τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προεδρικού συστήματος, αυτά δηλαδή της αυστηρής διάκρισης των εξουσιών και την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από χωριστά όργανα τα οποία δεν προέρχονται από το Κοινοβούλιο και είναι ανεξάρτητα από αυτό, αλλά και γιατί ο Πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από τον λαό για καθορισμένη περίοδο.
«Είναι δε στην αυθεντική του μορφή και προτού οι συνθήκες εισαγάγουν διαφοροποιήσεις στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης, ένα μοναδικό συνταγματικό παράδειγμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με ιδιαιτερότητες που αξίζουν επιπλέον εμπεριστατωμένης ιστορικό/πολιτικής και νομικής μελέτης», ανέφερε.
Ο Πρόεδρος κατέληξε λέγοντας ότι είναι άλλωστε μια πρόκληση από μόνη της η μελέτη ενός Συντάγματος, και των προνοιών του, πόσω μάλλον αυτού της Κύπρου, ως απόρροια και αποτύπωση των ιστορικών και πολιτικών παραμέτρων και πώς αυτές μπόρεσαν να μετουσιωθούν σε συνταγματικές πρόνοιες για τους θεσμούς και εξουσίες του κράτους, χωρίς υπονόμευση των βασικών αρχών της δημοκρατίας και ιδιαίτερα της προεδρικής.
Πηγή ΚΥΠΕ