«Από τα 54 γκολ σε μια σεζόν στα ναρκωτικά και στην αφάνεια της Ανόρθωσης»
21:46 - 17 Απριλίου 2018
Κατέχει περίοπτη θέση στη λίστα με τις πιο ηχηρές μεταγραφές στην ιστορία του κυπριακού ποδοσφαίρου, όπως άλλωστε και στην ατνίστοιχη λίστω με τα βαριά ονόματα που δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες και στις ελπίδες που γεννούσε το βιογραφικό τους.
Στην κάτω βόλτα της καριέρας του ο Μάριο Ζαρντέλ είχε ένα σύντομο (κι εν πολλοίς αποτυχημένο) πέρασμα από την Ανόρθωση, τη φανέλα της οποίας φόρεσε για έξι μήνες.
Σ' ένα εκτενές όσο και απολαυστικό αφιέρωμα το περιοδικό These Football Times πραγματοποιεί μια αναδρομή στην πορεία του Βραζιλιάνου επιθετικού, στην εκρηκτική άνοδο και στην απότομη πτώση του άστρου του.
Αναλυτικά:
Στις 25 Αυγούστου 2000, στο Μονακό, Ρεάλ και Γαλατασαράι τέθηκαν αντιμέτωπες για το ευρωπαϊκό σούπερ καπ. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω στον Λουίς Φίγκο, ο οποίος με τη μετακίνησή του από την Μπαρσελόνα στη Ρεάλ είχε γίνει (μεταξύ πολλών άλλων) η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Ωστόσο την παράσταση έκλεψε ο 26χρονος Βραζιλιάνος Μάριο Ζαρντέλ, ο οποίος με δύο τέρματα (το πρώτο με πέναλτι, το δεύτερο με μονοκόμματο σουτ μετά από σέντρα του Φατίχ Ακιέλ) «σφράγισε» τη νίκη της Γαλατασαράι, στην οποία είχε μετακομίσει εκείνο το καλοκαίρι. Με τα δύο γκολ στο «Λουί ΙΙ», μάλιστα, ο Ζαρντέλ έφτασε τα 10 στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια του με τη φανέλα του τουρκικού συλλόγου!
Ήταν μια επίδειξη των ικανοτήτων, χάρη στις οποίες είχε πιστωθεί έναν εκπληκτικό αριθμό γκολ στη μέχρι τότε καριέρα του σε Βάσκο ντα Γκάμα, Γκρέμιο και Πόρτο, και συνάμα η απόδειξη πως ο Βραζιλιάνος μπορούσε όχι απλώς να τα βάλει με τους κορυφαίους στην Ευρώπη, αλλά συνάμα και να τους νικήσει.
Σ’ εκείνο το χρονικό σημείο ίσως να μην απείχε ιδιαίτερα από την αλήθεια η εκτίμηση του Τούρκου αναπληρωτή πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ πως το νέο απόκτημα της Γαλατασαράι συμπεριλαμβάνεται στους τέσσερις κορυφαίους ποδοσφαιριστές της εποχής του.
Ο Ζαρντέλ είχε συμπληρώσει ήδη μια διετία στην κορυφή των σκόρερ της Ευρώπης και τη σεζόν 1999/2000 είχε χάσει το «Χρυσό Παπούτσι» μόνο ελέω του χαμηλότερου συντελεστή του πορτογαλικού πρωταθλήματος.
Καλοκαίρι του 2000 ο Βραζιλιάνος όδευε… φουλαριστός για τα 200 γκολ σε συλλογικό επίπεδο και σε ηλικία 26 ετών έδειχνε να έχει τα καλύτερα χρόνια του μπροστά του. Φαινόταν απλά ζήτημα χρόνου να βρει έναν κορυφαίο ευρωπαϊκό σύλλογο που να ταιριάζει στην απαράμιλλη εκτελεστική δεινότητά του. Αντ’ αυτού, ό,τι ακολούθησε ήταν μια θλιβερή ιστορία αποτυχημένων μεταγραφών, ενός αποτυχημένου γάμου, πειθαρχικών παραπτωμάτων και διαρκούς εξοστρακισμού από την εθνική ομάδα. Η πτώση του Ζαρντέλ από το ζενίθ στο ναδίρ (βλέπε ένα σύντομο πέρασμα από τους Νιούκαστλ Τζετς στην Αυστραλία το 2008) είχε ως καταλύτη την καταστροφική εξάρτησή του από την κοκαΐνη.
Υπέρβαρος, αγύμναστος και εκτός φόρμας, ο 35χρονος Ζαρντέλ, μια θλιβερή καρικατούρα του ίδιου του εαυτού του, προκάλεσε θλίψη και συμπόνια στους Τζετς. Ήταν μια κατακρήμνιση για τον επιθετικό, ο οποίος στα καλύτερά του συγκαταλεγόταν στους πλέον «θανάσιμους» στην Ευρώπη (σ.σ. στη θητεία του στην Πορτογαλία μέτρησε 233 γκολ σε 231 παιχνίδια με τις Πόρτο και Σπόρτινγκ). Ακόμη και στη Γαλατασαράι, παρά τα προβλήματα προσαρμογής στη ζωή στην Τουρκία και στα αποδεδειγμένα προβλήματά του με την ιεραρχία του συλλόγου, έβαλε άνετα 34 τέρματα σε μια χρονιά.
Τέτοιου είδους εντυπωσιακά στατιστικά είναι μια απογοητευτική υπενθύμιση του μέλλοντος που θα μπορούσε να έχει αυτός ο ταλαντούχος φορ, του οποίου η καριέρα πλήγηκε από καταστροφικές ατυχίες σε κρίσιμες περιόδους, μεταξύ αυτών και η απόφαση της Ίντερ να υπογράψει τον Χακάν Σουκούρ και όχι αυτόν το 2000, μια σειρά από άλλες αποτυχημένες μεταγραφές σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες και η συνεχιζόμενη επιφυλακτικότητα των εθνικών εκλεκτόρων της Βραζιλίας να τον προτιμήσουν έναντι των Ρονάλντο και Ρομάριο. Αυτού του είδους οι αναποδιές δεν επέτρεψαν στην καριέρα ενός από τους κορυφαίους σκόρερ στην Ευρώπη να φτάσει στα επίπεδα, για τα οποία φαινόταν προορισμένη.
Στην κάτω βόλτα της καριέρας του ο Μάριο Ζαρντέλ είχε ένα σύντομο (κι εν πολλοίς αποτυχημένο) πέρασμα από την Ανόρθωση, τη φανέλα της οποίας φόρεσε για έξι μήνες.
Σ' ένα εκτενές όσο και απολαυστικό αφιέρωμα το περιοδικό These Football Times πραγματοποιεί μια αναδρομή στην πορεία του Βραζιλιάνου επιθετικού, στην εκρηκτική άνοδο και στην απότομη πτώση του άστρου του.
Αναλυτικά:
Στις 25 Αυγούστου 2000, στο Μονακό, Ρεάλ και Γαλατασαράι τέθηκαν αντιμέτωπες για το ευρωπαϊκό σούπερ καπ. Όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω στον Λουίς Φίγκο, ο οποίος με τη μετακίνησή του από την Μπαρσελόνα στη Ρεάλ είχε γίνει (μεταξύ πολλών άλλων) η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Ωστόσο την παράσταση έκλεψε ο 26χρονος Βραζιλιάνος Μάριο Ζαρντέλ, ο οποίος με δύο τέρματα (το πρώτο με πέναλτι, το δεύτερο με μονοκόμματο σουτ μετά από σέντρα του Φατίχ Ακιέλ) «σφράγισε» τη νίκη της Γαλατασαράι, στην οποία είχε μετακομίσει εκείνο το καλοκαίρι. Με τα δύο γκολ στο «Λουί ΙΙ», μάλιστα, ο Ζαρντέλ έφτασε τα 10 στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια του με τη φανέλα του τουρκικού συλλόγου!
Ήταν μια επίδειξη των ικανοτήτων, χάρη στις οποίες είχε πιστωθεί έναν εκπληκτικό αριθμό γκολ στη μέχρι τότε καριέρα του σε Βάσκο ντα Γκάμα, Γκρέμιο και Πόρτο, και συνάμα η απόδειξη πως ο Βραζιλιάνος μπορούσε όχι απλώς να τα βάλει με τους κορυφαίους στην Ευρώπη, αλλά συνάμα και να τους νικήσει.
Σ’ εκείνο το χρονικό σημείο ίσως να μην απείχε ιδιαίτερα από την αλήθεια η εκτίμηση του Τούρκου αναπληρωτή πρωθυπουργού Μεσούτ Γιλμάζ πως το νέο απόκτημα της Γαλατασαράι συμπεριλαμβάνεται στους τέσσερις κορυφαίους ποδοσφαιριστές της εποχής του.
Ο Ζαρντέλ είχε συμπληρώσει ήδη μια διετία στην κορυφή των σκόρερ της Ευρώπης και τη σεζόν 1999/2000 είχε χάσει το «Χρυσό Παπούτσι» μόνο ελέω του χαμηλότερου συντελεστή του πορτογαλικού πρωταθλήματος.
Καλοκαίρι του 2000 ο Βραζιλιάνος όδευε… φουλαριστός για τα 200 γκολ σε συλλογικό επίπεδο και σε ηλικία 26 ετών έδειχνε να έχει τα καλύτερα χρόνια του μπροστά του. Φαινόταν απλά ζήτημα χρόνου να βρει έναν κορυφαίο ευρωπαϊκό σύλλογο που να ταιριάζει στην απαράμιλλη εκτελεστική δεινότητά του. Αντ’ αυτού, ό,τι ακολούθησε ήταν μια θλιβερή ιστορία αποτυχημένων μεταγραφών, ενός αποτυχημένου γάμου, πειθαρχικών παραπτωμάτων και διαρκούς εξοστρακισμού από την εθνική ομάδα. Η πτώση του Ζαρντέλ από το ζενίθ στο ναδίρ (βλέπε ένα σύντομο πέρασμα από τους Νιούκαστλ Τζετς στην Αυστραλία το 2008) είχε ως καταλύτη την καταστροφική εξάρτησή του από την κοκαΐνη.
Υπέρβαρος, αγύμναστος και εκτός φόρμας, ο 35χρονος Ζαρντέλ, μια θλιβερή καρικατούρα του ίδιου του εαυτού του, προκάλεσε θλίψη και συμπόνια στους Τζετς. Ήταν μια κατακρήμνιση για τον επιθετικό, ο οποίος στα καλύτερά του συγκαταλεγόταν στους πλέον «θανάσιμους» στην Ευρώπη (σ.σ. στη θητεία του στην Πορτογαλία μέτρησε 233 γκολ σε 231 παιχνίδια με τις Πόρτο και Σπόρτινγκ). Ακόμη και στη Γαλατασαράι, παρά τα προβλήματα προσαρμογής στη ζωή στην Τουρκία και στα αποδεδειγμένα προβλήματά του με την ιεραρχία του συλλόγου, έβαλε άνετα 34 τέρματα σε μια χρονιά.
Τέτοιου είδους εντυπωσιακά στατιστικά είναι μια απογοητευτική υπενθύμιση του μέλλοντος που θα μπορούσε να έχει αυτός ο ταλαντούχος φορ, του οποίου η καριέρα πλήγηκε από καταστροφικές ατυχίες σε κρίσιμες περιόδους, μεταξύ αυτών και η απόφαση της Ίντερ να υπογράψει τον Χακάν Σουκούρ και όχι αυτόν το 2000, μια σειρά από άλλες αποτυχημένες μεταγραφές σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες και η συνεχιζόμενη επιφυλακτικότητα των εθνικών εκλεκτόρων της Βραζιλίας να τον προτιμήσουν έναντι των Ρονάλντο και Ρομάριο. Αυτού του είδους οι αναποδιές δεν επέτρεψαν στην καριέρα ενός από τους κορυφαίους σκόρερ στην Ευρώπη να φτάσει στα επίπεδα, για τα οποία φαινόταν προορισμένη.
Ο Ζαρντέλ στη μέρα του ήταν μια δύναμη της φύσης. Η εκτελεστική ικανότητά του δεν χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης. Ο αριθμός των τερμάτων που πιστώθηκε σε Βραζιλία, Πορτογαλία και Τουρκία μιλά από μόνος του. Ένας απόλυτος επιθετικός, ο Βραζιλιάνος ξεπέρασε τα 30 γκολ σε κάθε μία από τις πρώτες έξι χρονιές του στην Ευρώπη. Και ίσως αυτός ο καταιγιστικός ρυθμός σκοραρίσματος ήταν η αιτία που ο Ζαρντέλ συχνά κατηγορείτο άδικα ότι είναι ένας ωφελιμιστής φορ που δεν είχε τίποτε άλλο να προσφέρει πέρα από τελειώματα.
Στην πραγματικότητα, ο Βραζιλιάνος δεν ήταν απλώς ένας λαθροθήρας στο καλούπι άλλων παραγωγικών γκολτζήτων της εποχής, όπως ο Ρούουντ φαν Νίστελροϊ ή ο Φίλιπο Ιντζάγκι, αφού η ανάλυση των τερμάτων του στην Πορτογαλία και στην Τουρκία δίνει έναν απίθανο κατάλογο, εκπληκτικό για την ποικιλία του. Από ένα ασύλληπτο αριστερό βολέ στην πάνω γωνία της εστίας από τα 25 μέτρα μέχρι πολυάριθμα ψύχραιμα τελειώματα ακριβείας και μια σειρά από κεφαλιές-οβίδες, οι οποίες έγιναν και το σήμα κατατεθέν του, ο Ζαρντέλ είχε ένα εξαιρετικά ευρύ και πολυποίκιλο φάσμα τελειωμάτων.
Στην Πόρτο, ο Ζαρντέλ ήταν ένα φαινόμενο. Κουβαλούσε ήδη έναν αξιοζήλευτο αριθμό τερμάτων από την καριέρα του στη Βραζιλία με Βάσκο και Γκρέμιο, ωστόσο είχε ελάχιστα προβλήματα να προσαρμοστεί στο πορτογαλικό πρωτάθλημα σκοράροντας 74 γκολ στις πρώτες δύο σεζόν του στην Πόρτο (από 37 σε κάθε μία). Ο όποιος σκεπτικισμός ένεκα της ποιότητα του ανταγωνισμού στην Πορτογαλία πήγε περίπατο μετά τις εξαιρετικές επιδόσεις του Βραζιλιάνου στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις: Μπαρσελόνα και Μπάγερν έπεσαν θύματά του στο Τσάμπιονς Λιγκ, δεχόμενες γκολ από τις φαρμακερές κεφαλιές του.
Η σεζόν 1999/2000 ήταν η κορυφαία του Ζαρντέλ στην Πόρτο, με την οποία μέτρησε 54 γκολ σε 49 συμμετοχές. Ίσως να τον σπιρούνιζε το γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να γευτεί και με το εθνόσημο την επιτυχία που απολάμβανε σε συλλογικό. Παρά την εκπληκτική πορεία του στο πορτογαλικό πρωτάθλημα και στην καθιέρωσή του ως ένας εκ των πλέον τρομερών επιθετικών στην Ευρώπη, ο Ζαρντέλ παραβλεπόταν διαρκώς για τη «σελεσάο», καθώς οι πιο διάσημοι Ρομάριο και Ριβάλντο προτιμούνταν ως πλαισιώματα του Ρονάλντο.
Επιπροσθέτως, μολονότι για δεύτερη χρονιά ήταν ο κορυφαίος σκόρερ στην Ευρώπη, έχασε το Χρυσό Παπούτσι από τον Κέβιν Φίλιπς της Σάντερλαντ, ο οποίος σημείωσε οκτώ γκολ λιγότερα, αλλά επωφελήθηκε του υψηλότερου συντελεστή του αγγλικού πρωταθλήματος έναντι του πορτογαλικού. Η Πορτογαλία έμοιαζε να εμποδίζει τον ταλαντούχο επιθετικό από το να πάρει τους επαίνους και την αναγνώριση που ένιωθε ότι άξιζε. Για τον ήρωα της Πόρτο, είχε έλθει η ώρα για αλλαγή.
Το καλοκαίρι του 2000 ήθελε μια μεταγραφή για να ενισχύσει περαιτέρω τη φήμη του και να καθιερωθεί επιτέλους στη «σελεσάο». Η Ίντερ έψαχνε εκείνο τον καιρό έναν φιρμάτο επιθετικό για τη γραμμή κρούσης, καθώς ο Ρονάλντο συνέχιζε τη μακρά αποθεραπεία του, ο Ζαρντέλ ευρισκόταν στη λίστα της, αλλά εν τέλει προτίμησαν τον Χακάν Σουκούρ που είχε οδηγήσει τη Γαλατασαράι στην κατάκτηση του κυπέλλου UEFA και ο Βραζιλιάνος κατέληξε αντικαταστάτης του Σουκούρ στον τουρκικό σύλλογο. Ήταν μία από τις πάμπολλες «παρά λίγο» περιπτώσεις στην καριέρα του…
Στην Τουρκία ο Ζαρντέλ διακήρυξε τη φιλοδοξία του να αποδείξει την αξία του σ’ ένα μεγάλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ως βασική αιτία της μεταγραφής του. Η Γαλατασαράι με παίκτες όπως οι Γκιόργκι Χάτζι και Γκιόργκι Ποπέσκου, με επιτυχίες εντός και εκτός συνόρων υπό τον Φατίχ Τερίμ, σίγουρα δεν ήταν αμελητέα ποσότητα, αλλά σε επίπεδο ανταγωνισμού το τουρκικό πρωτάθλημα απείχε έτη φωτός από το αγγλικό, το ιταλικό και το ισπανικό.
Μολονότι σκόραρε πέντε γκολ στο ντεμπούτο του και συνολικά 34 σε όλες τις διοργανώσεις, ο Ζαρντέλ γρήγορα απογοητεύτηκε από τη ζωή στο σύλλογο κι έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Στο προσκήνιο ήλθε ξανά η Ίντερ, η οποία μετά από μια καταστροφική σεζόν υπό τους Μαρσέλο Λίπι και Μάρκο Ταρντέλι προσέβλεπε σε μια εκτεταμένη ανανέωση. Τον Μάρτιο ανακοινώθηκε η απόκτηση των Εμρέ Μπελέζογλου και Οκάν Μπουρούκ, η οποία πυροδότησε τη φημολογία πως οι «νερατζούρι» θα έκαναν κίνηση και για τον Φατίχ Τερίμ. Δεδομένου ότι ο Σουκούρ βίωνε μια εξαιρετικά ζόρικη περίοδο στο Μιλάνο, φαινόταν πως η Ίντερ σύντομα θα αναζητούσε και επιθετικό. Το φλερτ της με τους αρχιτέκτονες της επιτυχίας της Γαλατασαράι άφηνε να εννοηθεί πως ο Ζαρντέλ θα μπορούσε να είναι ο επόμενος στη λίστα της.
Προς μεγάλη του απογοήτευση η μεταγραφή «τσάκισε» για δεύτερη φορά. Ο Τερίμ μετακόμισε μεν στο Μιλάνο, αλλά για την αιώνια αντίπαλο της Ίντερ (Μίλαν), η οποία προσέλαβε τον Έκτορ Κούπερ. Με την προσθήκη του νεαρού Μοχάμεντ Καλόν χώρος στην επίθεση των «νερατζούρι» δεν υπήρχε και ο Ζαρντέλ υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην Πορτογαλία, όπου υπέγραψε στη Σπόρτινγκ.
Την πήρε από το χέρι και με τα 42 τέρματά του (σε 30 συμμετοχές) την οδήγησε σχεδόν μόνος του στο πρώτο της πρωτάθλημα μετά από μια εικοσαετία. Το κοντέρ του στη σεζόν 2001/02 σταμάτησε στα 55 γκολ και με ένα Μουντιάλ στον ορίζοντα και το υποτιθέμενο ενδιαφέρον της Μπαρσελόνα όλα έδειχναν πως το πλήρωμα του χρόνου είχε έλθει για τον ταλαντούχο επιθετικό να κάνει το μεγάλο του ξεπέταγμα. Όπως αποδείχθηκε ωστόσο, όλα ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν για τον Μάριο Ζαρντέλ.
Ούτε ο τίτλος με τη Σπόρτινγκ ούτε το Χρυσό Παπούτσι αποδείχθηκαν αρκετά να πείσουν τον Λουίς Φελίπε Σκολάρι να τον συμπεριλάβει στην αποστολή της Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002. Ο εκλέκτορας προτίμησε τους Εντίλσον και Λουιζάο, οι οποίοι είχαν πολύ λιγότερα τέρματα, αλλά έπαιζαν στο βραζιλιάνικό πρωτάθλημα. Και κάπως έτσι, αντί να ηγηθεί της επίθεσης της «σελεσάο», ο κάτοχος του Χρυσού Παπουτσιού υποχρεώθηκε να δει από τον καναπέ του την πορεία της προς τον τίτλο και τον Ρονάλντο να εξασφαλίζει τη μεταγραφή-όνειρο στη Ρεάλ.
Η ανατροπή φαινόταν πως είχε βαθιά καταστροφικές συνέπειες για τον Ζαρντέλ, ο οποίος αντιμετώπιζε επίσης την κατάρρευση του γάμου του. Τι άλλο έπρεπε να κάνει για να κερδίσει την αναγνώριση που άξιζαν οι επιδόσεις του στο σκοράρισμα; Μια μεταγραφή προοπτικής σε ένα από τα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης είχε ναυαγήσει ακόμη μια φορά, καθώς τόσο η Μπαρσελόνα όσο και η Μπέτις να διστάζουν μπροστά στην τιμή πώλησης της Σπόρτινγκ (10 εκατομμύρια στερλίνες). Βαθύτατα πληγωμένος από τη στασιμότητα στην καριέρα του, ο Ζαρντέλ εγκατέλειψε τη Σπόρτινγκ το Σεπτέμβριο του 2002. «Δεν θέλω να παίξω ποτέ ξανά στη Σπόρτινγκ ή στην Πορτογαλία», δήλωσε από τη Βραζιλία.
Η Σπόρτινγκ αρχικά έδειξε κατανόηση και του επέτρεψε να μείνει προσωρινά στη Βραζιλία, υπό την προϋπόθεση να λαμβάνει ιατρική βεβαίωση από τον Ζαρντέλ σε μηνιαία βάση, ωστόσο όταν αυτά έπαψαν να έρχονταν έχασε σύντομα την υπομονή της. Όταν αντέδρασε παγώνοντας τους μισθούς του παίκτη, εκείνος ζήτησε τον τερματισμό της συνεργασίας τους με την αιτιολογία πως δεν πληρωνόταν.
Τα προσωπικά προβλήματα που πάντοτε υπήρχαν κάτω από την επιφάνεια άρχισαν πλέον να ταλανίζουν τον Ζαρντέλ. Ανέκαθεν ήταν γνωστός για τον άστατο και απρόβλεπτο χαρακτήρα του, αλλά όλες οι ομάδες του τον ανέχονταν όσο τα γκολ έπεφταν… βροχή. Ωστόσο κορυφαίοι σύλλογοι, όπως η Μπαρσελόνα και Ίντερ δύσκολα θα εντυπωσιάζονταν από τέτοιο χαρακτήρα, ενώ ούτε ο Σκολάρι πίστευε πως τα τέρματα του Ζαρντέλ άξιζαν το κόπο να διαταράξει την αρμονία και την ισορροπία στα αποδυτήρια της εθνικής.
Ο Ζαρντέλ επέστρεψε τελικά στη Σπόρτινγκ, αλλά τα προσωπικά του προβλήματα είχαν πλέον επιζήμιες συνέπειες στην ποδοσφαιρική του καριέρα. Βουτηγμένος στην κατάθλιψη, στράφηκε στην κοκαΐνη και πέρασε πολύ καιρό εκτός γηπέδων, όταν τραυματίστηκε πηδώντας σε πισίνα στη Βραζιλία κατά τη χειμερινή διακοπή της σεζόν 2002/03. «Όλα ξεκίνησαν με κακές φιλίες», παραδέχτηκε ο Ζαρντέλ για τον εθισμό στην κοκαΐνη. «Ακολούθησαν το διαζύγιό μου, η κατάθλιψη και τα ναρκωτικά. Αυτό συμβαίνει πολύ στο ποδόσφαιρο», συμπλήρωσε, «αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό».
Το καλοκαίρι του 2003 με τη Σπόρτινγκ πρόθυμη να τον ξεφορτωθεί, ο Ζαρντέλ πήρε επιτέλους τη μεταγραφή σ’ ένα κορυφαίο πρωτάθλημα. Ωστόσο ο προορισμός του, η Μπόλτον, απείχε πολύ από τους κορυφαίους συλλόγους που «φλέρταραν» με την ιδέα να τον αποκτήσουν, όταν μάζευε Χρυσά Παπούτσια και πρωταθλήματα. Η αποζημίωση των μόλις €1,5 εκατ. ήταν μια ισχυρή απεικόνιση του πόσο είχε βυθιστεί η μετοχή του Βραζιλιάνου σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου.
Η Μπόλτον, τότε, ήταν δημοφιλής προορισμός για ξεφτισμένα είδωλα που έψαχναν να δώσουν το φιλί της ζωής στην καριέρα τους (βλέπε Τζέι-Τζέι Οκότσα, Ιβάν Κάμπο και Γιούρι Τζορκαέφ), αλλά ο Ζαρντέλ ήταν ήδη μια χαμένη υπόθεση. Η χρονιά του στην Αγγλία έληξε με μόλις τρία τέρματα, δύο απέναντι στη Γουόλσολ και ένα απέναντι στη Λίβερπουλ, στο Λιγκ Καπ.
Τον καιρό που η Ίντερ ενδιαφερόταν για τον Ζαρντέλ, ελάχιστοι θα προφήτευαν ότι το ντεμπούτο του στη Σέριε Α θα εξελισσόταν, όπως εν τέλει εξελίχθηκε. Εντασσόμενος στην Ανκόνα το 2003 ο Βραζιλιάνος ήταν τραγικός και άκρως απογοητευτικός απέναντι στη Μίλαν, μίλια μακριά από τον καλό του εαυτό και αντιμέτωπος με τις ειρωνείες των οπαδών της ίδιας του της ομάδας που τον ονόμασαν «Λαρντέλ» ένεκα των πολύ γνωστών αγώνων του για να χάσει βάρος και να αποκτήσει καλή φυσική κατάσταση. Η θητεία του στην Ιταλία κράτησε μετά βίας έξι μήνες.
Τα γκολ είχαν γίνει μακρινό παρελθόν για τον νεόκοπο γυρολόγο, ο οποίος ξεκίνησε μια σειρά από σύντομες θητείες σε όλο τον κόσμο: αρχικά στη Νιούελς Ολντ Μπόις στην Αργεντινή το 2004, ακολούθως στην Γκόιας (Βραζιλία) το 2005 και στην Μπέιρα Μαρ το 2006. Το χειμώνα του ίδιου έτους μαράζωνε στην αφάνεια στην Ανόρθωση. «Δεν χρησιμεύω ως πρότυπο για οποιοδήποτε παιδί», φιλοσόφησε ο Ζαρντέλ μετά την απεξάρτησή του από την κοκαΐνη. «Σε οποιονδήποτε ακούει λέω το εξής: μην κάνεις ό,τι έκανα. Δίνω αυτή τη συνέντευξη για να ανοίξω την καρδιά μου και να παραδεχτώ τα λάθη μου».
Η πραγματική τραγωδία ήταν ότι στον Τζάρντελ ουδέποτε δόθηκε η ευκαιρία να δείξει τις αρετές του σε ένα από τα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, μέχρι που ήταν πια πολύ αργά.