Αθώος και από το Ανώτατο ο αστυνομικός που κατηγορείτο για εμπόριο κλεμμένων οχημάτων
06:45 - 08 Ιουνίου 2019

Έφεση επί της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας το οποίο τον Ιανουάριο του 2018 αθώωσε αστυνομικό που υπηρετούσε στην Τροχαία Αμμοχώστου και ήταν κατηγορούμενος για υπόθεση εμπόριο κλεμμένων οχημάτων, άσκησε η Νομική Υπηρεσία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική αθώωσε τον 37χρονο αστυνομικό, που κατηγορείτο για παροχή διευκολύνσεων σε μέλη κυκλώματος που εισήγαγε στην Κύπρο κλεμμένα αυτοκίνητα από την Βρετανία και στην κυκλοφορία τους με πλαστά στοιχεία, καθώς η μαρτυρία που είχε προσφερθεί από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αντιφατική και ασαφής και δεν μπορούσε να λογιστεί ως μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου.
Μαζί με τον αστυνομικό κατηγορείτο και 38χρονος ο οποίος είχε συλληφθεί στις 19 Ιανουαρίου 2015 έχοντας στην κατοχή του κλεμμένο όχημα μάρκας Range Rover, το οποίο διαπιστώθηκε ότι είχε εγγραφεί στην Κύπρο με παραποιημένο αριθμό πλαισίου.
Από περαιτέρω έρευνες της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι το αυτοκίνητο είχε κλαπεί από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 3 Μαρτίου του 2012.
Από τον έλεγχο που διενήργησε η Αστυνομία διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός πλαισίου που αναγραφόταν στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου, ήταν διαφορετικός με αυτόν που καταχωρήθηκε για εγγραφή του και ότι στην πραγματικότητα ανήκε σε όχημα ίδιας μάρκας το οποίο είχε κλαπεί από τη Βρετανία τον Μάρτιο του 2012. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι αριθμοί εγγραφής του οχήματος ανήκουν σε άλλο τζιπ Range Rover το οποίο ανήκει σε βρετανίδα μόνιμη κάτοικο Πάφου.
Οι αστυνομικές ανακρίσεις έφτασαν στα χνάρια του αστυνομικού όταν διαπιστώθηκε ότι στις 11 Ιανουαρίου 2015, έχοντας πρόσβαση στο μηχανογραφημένο σύστημα της αστυνομίας με τα στοιχεία των μηχανοκίνητων οχημάτων, είχε προβεί σε έρευνα μέσα στο σύστημα με σκοπό να εντοπίσει στοιχεία αυτοκινήτων παρόμοιου τύπου και χρώματος με το κλοπιμαίο αυτοκίνητο.
Ο αστυνομικός κατηγορείτο για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, κατάχρησης εξουσίας, δόλου, κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό, αδικήματα που αφορούν σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική αθώωσε τον 37χρονο αστυνομικό, που κατηγορείτο για παροχή διευκολύνσεων σε μέλη κυκλώματος που εισήγαγε στην Κύπρο κλεμμένα αυτοκίνητα από την Βρετανία και στην κυκλοφορία τους με πλαστά στοιχεία, καθώς η μαρτυρία που είχε προσφερθεί από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αντιφατική και ασαφής και δεν μπορούσε να λογιστεί ως μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου.
Μαζί με τον αστυνομικό κατηγορείτο και 38χρονος ο οποίος είχε συλληφθεί στις 19 Ιανουαρίου 2015 έχοντας στην κατοχή του κλεμμένο όχημα μάρκας Range Rover, το οποίο διαπιστώθηκε ότι είχε εγγραφεί στην Κύπρο με παραποιημένο αριθμό πλαισίου.
Από περαιτέρω έρευνες της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι το αυτοκίνητο είχε κλαπεί από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 3 Μαρτίου του 2012.
Από τον έλεγχο που διενήργησε η Αστυνομία διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός πλαισίου που αναγραφόταν στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου, ήταν διαφορετικός με αυτόν που καταχωρήθηκε για εγγραφή του και ότι στην πραγματικότητα ανήκε σε όχημα ίδιας μάρκας το οποίο είχε κλαπεί από τη Βρετανία τον Μάρτιο του 2012. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι αριθμοί εγγραφής του οχήματος ανήκουν σε άλλο τζιπ Range Rover το οποίο ανήκει σε βρετανίδα μόνιμη κάτοικο Πάφου.
Οι αστυνομικές ανακρίσεις έφτασαν στα χνάρια του αστυνομικού όταν διαπιστώθηκε ότι στις 11 Ιανουαρίου 2015, έχοντας πρόσβαση στο μηχανογραφημένο σύστημα της αστυνομίας με τα στοιχεία των μηχανοκίνητων οχημάτων, είχε προβεί σε έρευνα μέσα στο σύστημα με σκοπό να εντοπίσει στοιχεία αυτοκινήτων παρόμοιου τύπου και χρώματος με το κλοπιμαίο αυτοκίνητο.
Ο αστυνομικός κατηγορείτο για αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, κατάχρησης εξουσίας, δόλου, κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό, αδικήματα που αφορούν σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου.
Η Νομική Υπηρεσία προσφεύγοντας το Ανώτατο ασκώντας έφεση, υποστήριξε ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου «ήταν νομικά εσφαλμένη κατά τρόπο που να συνιστά πλημμελή αποκλεισμό μαρτυρίας».
Το Εφετείο αφού εξέτασε τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, κατέληξε ότι «ελλείψει ουσιώδους μαρτυρίας, η όποια περιστατική μαρτυρία δεν είχε εκείνη τη συνοχή που επιβάλλει η νομολογία για να οδηγούσε με ασφάλεια σε καταδίκη. Όσο εύλογες και να ήταν οι υποψίες εναντίον του εφεσίβλητου, χωρίς πειστική, σταθερή και αξιόπιστη μαρτυρία, δεν ήταν δυνατή η καταδίκη». Ως εκ τούτου, απέρριψε την έφεση της Δημοκρατίας.