Αποκαλύπτεται όλο το πόρισμα για τους Σέρβους εκτελεστές - Απόφαση Ανωτάτου
12:34 - 31 Μαΐου 2018
Η δίκη του τέως Υπαρχηγού της Αστυνομίας Ανδρέα Κυριάκου μπορεί «κάλλιστα» να συνεχιστεί στη βάση της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, το ποινικό πόρισμα για το ενδεχόμενο διαφθοράς στο αστυνομικό σώμα θα πρέπει να δοθεί στην υπεράσπιση του κ. Κυριάκου, αποφάσισε το Ανώτατο Δικαστήριο.
Το Ανώτατο εξέδωσε σήμερα το μεσημέρι την ομόφωνη απόφαση του, την οποία εξασφάλισε το ΚΥΠΕ, επί του νομικού ερωτήματος που παραπέμφθηκε ενώπιον του από το πρωτόδικο Δικαστήριο για γνωμάτευση ως προς το κατά πόσον θα πρέπει η Κατηγορούσα Αρχή να παραδώσει το εν λόγω πόρισμα στην υπεράσπιση του τέως Υπαρχηγού της Αστυνομίας.
Σημειώνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει ήδη παραδώσει μέρος του μαρτυρικού υλικού που ζητούσε η υπεράσπιση του κ. Κυριάκου και συγκεκριμένα τις δύο διοικητικές έρευνες για τη διαρροή των εγγράφων της Interpol Λευκωσίας, ενώ αρνείται μέχρι σήμερα να παραδώσει το πόρισμα των ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, που διόρισε ο Γενικός Εισαγγελέας.
Η εκδίκαση της υπόθεσης είχε διακοπεί λόγω της παραπομπής του εν λόγω νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο, η απόφαση του οποίου εκκρεμούσε μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την απόφαση, η οποία αναγνώστηκε σε συνεδρία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η πρωτόδικη δίκη μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί, στη βάση της εκδοθείσας (πρώτης) ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, το ποινικό πόρισμα θα πρέπει να δοθεί από την Κατηγορούσα Αρχή στην υπεράσπιση, εκτός εάν η Κατηγορούσα Αρχή δείξει ότι εμπίπτει σε κάποια από τις πρόνοιες του άρθρου 7(4) του Κεφ. 155. Από την άποψη αυτή, το δημιουργηθέν ζήτημα δεν έχει ακόμη τελεσφορήσει».
Το Ανώτατο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ζήτημα που παραπέμφθηκε ενώπιον του για γνωμοδότηση, δυνάμει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, «δεν εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης» διευκρινίζοντας ότι «ένα νομικό σημείο, για να εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 148(1) του Κεφ. 155, θα πρέπει να είναι επιβαλλόμενο, ούτως ειπείν, επί του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απαιτώντας άμεση απάντηση».
Σημειώνει ότι οι εξουσίες παραπομπής νομικού σημείου για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να ασκούνται με φειδώ και μόνο σε κατάλληλες υποθέσεις, προσθέτοντας ότι «δεν επιφυλάσσεται για γνωμοδότηση, οποιοδήποτε ζήτημα εγείρεται διαρκούσης της δίκης, έστω και αν αυτό ζητείται από το Γενικό Εισαγγελέα».
Το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι «ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι το ερώτημα που, κατά την κρίση του ήταν αμιγώς νομικό, εγέρθηκε κατά τη δίκη και σε κατάλληλο στάδιο…».
«Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, θεωρούμε πως, το κατά πόσον το θέμα εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν κρίθηκε στη βάση των ορθών νομικών κριτηρίων», αναφέρει.
Επικαλούμενο αυθεντίες, το Ανώτατο επισημαίνει ότι «για να εγείρεται ένα ζήτημα κατά τη διάρκεια της δίκης, θα πρέπει να είναι τέτοιο που να χρήζει άμεσης απάντησης (στο στάδιο έγερσης του), για να μπορέσει η δίκη να συνεχιστεί περαιτέρω. Θα πρέπει επίσης να είναι καθοριστικό του αποτελέσματος ή κάποιας πτυχής που προοιωνίζει το αποτέλεσμα».
«Στην προκειμένη περίπτωση», αναφέρει το Δικαστήριο, «δεν θεωρούμε ότι αυτές οι προϋποθέσεις συντρέχουν, ώστε να καθίσταται το ερώτημα που υποβλήθηκε για γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΄εγειρόμενο κατά τη διάρκεια της δίκης’».
«Οι διαπιστώσεις μας αυτές αναφέρονται στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 148, χωρίς ασφαλώς να αφορούν την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον η παρούσα διαδικασία δεν είναι διαδικασία εφέσεως», καταλήγει η Ολομέλεια του Ανωτάτου στην απόφαση της.
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Κυριάκου έχει ήδη δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει με βάση το τροποποιημένο κατηγορητήριο.
Ο κ. Κυριάκου αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες, δύο εκ των οποίων αφορούν στα αδικήματα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου και της διάδοσης/διαρροής διαβαθμισμένων πληροφοριών σε σχέση με το περιεχόμενο του φακέλου της Interpol Λευκωσίας και η τρίτη κατηγορία αφορά στο αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου σε σχέση με τη μελέτη με τίτλο «Η πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Αστυνομία Κύπρου», ημερ. 20.1.2015.
Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει συνολικά 27 μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ των οποίων και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ιωνάς Νικολάου.
Σύμφωνα με το πόρισμα των τριών ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, που διερεύνησαν το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων διαπλοκής ή διαφθοράς από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου για το τετραπλό φονικό της Αγίας Νάπας, η διερεύνηση του θέματος της διαρροής του περιεχομένου του φακέλου της Interpol προς τα ΜΜΕ και το σύνολο του συλλεγέντος μαρτυρικού υλικού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι “το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να διενεργήσει τη διαρροή εμπιστευτικών και ευαίσθητων πληροφοριών από φάκελο της Interpol προς τα ΜΜΕ ήταν ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας Α. Κυριάκου”.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαυσε στις 16/05/2017 τον κ. Κυριάκου και διόρισε ως νέο Υπαρχηγό της Αστυνομίας τον Κύπρο Μιχαηλίδη.
Σημειώνεται ότι για τον κατηγορούμενο ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το δικαστήριο.
Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει συνολικά 27 μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ των οποίων και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης Ιωνάς Νικολάου.
Σύμφωνα με το πόρισμα των τριών ανεξάρτητων ποινικών ανακριτών, που διερεύνησαν το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων διαπλοκής ή διαφθοράς από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου για το τετραπλό φονικό της Αγίας Νάπας, η διερεύνηση του θέματος της διαρροής του περιεχομένου του φακέλου της Interpol προς τα ΜΜΕ και το σύνολο του συλλεγέντος μαρτυρικού υλικού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι “το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να διενεργήσει τη διαρροή εμπιστευτικών και ευαίσθητων πληροφοριών από φάκελο της Interpol προς τα ΜΜΕ ήταν ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας Α. Κυριάκου”.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπαυσε στις 16/05/2017 τον κ. Κυριάκου και διόρισε ως νέο Υπαρχηγό της Αστυνομίας τον Κύπρο Μιχαηλίδη.
Σημειώνεται ότι για τον κατηγορούμενο ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι αποδείξεως της ενοχής του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το δικαστήριο.